music

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Η γέννηση του Χριστού - Κωστής Παλαμάς






                                      Νά ᾽μουν τοῦ στάβλου ἕν’ ἄχυρο, ἕνα φτωχὸ κομμάτι
τὴν ὥρα π’ ἄνοιξε ὁ Χριστὸς στὸν ἥλιο του τὸ μάτι
Νὰ ἰδῶ τὴν πρώτη του ματιὰ καὶ τὸ χαμόγελό του 
τὸ στέμμα τῶν ἀκτίνων του γύρω στὸ μέτωπό του. 
Νὰ λάμψω ἀπὸ τὴ λάμψη του κι ἐγὼ σὰ διαμαντάκι
κι ἀπὸ τὴ θεία του πνοὴ νὰ γίνω λουλουδάκι
νὰ μοσκοβοληθῶ κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν εὐωδία 
ποὺ ἄναψε στὰ πόδια του τῶν Μάγων ἡ λατρεία

Χριστούγεννα του χωριού - Κωνσταντίνος Χατζόπουλος







                                                           Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
 
 

Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Μιχάλης Γκανάς (από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)







Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει, 
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί. 
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται. 
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.
Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.
 
 

Νύχτα Χριστουγεννιάτικη - Γ.Δροσίνης



Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται 
και λέει με πίστη απ' της ψυχής τ' απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
- ποιος δεν το ξέρει -
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.

Τσὰρλς Ντίκενς – Χριστουγεννιάτικη ἱστορία

 

 

 

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.
«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.
«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.
Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.
«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.
«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.
«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.
«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».
Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.
Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.
«Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.
«Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.
«Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».
Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.
Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.
Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.
Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα... καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.
Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
«Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».
Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!». Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε:
«Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.
Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.
«Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».
Πῆρε τὸν Σκροῦτζ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ παράθυρο.
Ὁ Σκροῦτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸν ἐνθάρρυνε νὰ πετάξει μαζί του πάνω ἀπὸ στέγες καὶ ἀγρούς. Κι ἦταν πρωὶ ὅταν ἔφτασαν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη.
«Μά, ἐδῶ πέρασα τὰ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ὁ Σκροῦτζ.
«Ἔ, τότε, θὰ ξέρεις τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔρθεις ἐδῶ», τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα.
«θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βρῶ μὲ κλειστὰ μάτια», ἀπάντησε ἐκεῖνος.
«Κι ὅμως, δείχνεις σὰν νὰ ἔχεις ξεχάσει ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ τόπου», παρατήρησε αὐστηρὰ τὸ Πνεῦμα.
Ὕστερα βάδισαν πάνω στὸ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Ἀγρότες μὲ τὶς ἅμαξες, παιδιὰ μὲ τ᾿ ἀλογάκια τους. Ὁ Σκροῦτζ τοὺς θυμόταν ὅλους. Τοὺς φώναξε μάλιστα μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀπάντησε!
«Εἶναι μόνο σκιές», τοῦ ἐξήγησε τὸ Πνεῦμα, «δὲν μᾶς βλέπουν».
Ὁ Σκροῦτζ χάρηκε πολὺ ποὺ ξαναεῖδε φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὰ νιᾶτα του. Καὶ τούτη ἡ χαρὰ ἦταν πρωτόγνωρη γι᾿ αὐτόν. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριουδάκι. Μπῆκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο κτίριο χτισμένο ἀπὸ τοῦβλα. Στὸ ἐσωτερικὸ ἀντίκρισαν σειρὲς θρανία. Ἦταν σχολεῖο μὲ οἰκότροφους μαθητές, ποὺ σπούδαζαν μακριὰ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους.
Σὲ κάποιο θρανίο, ἕνα μοναχικὸ ἀγόρι, καθόταν καὶ διάβαζε. Κατὰ τρόπο μαγικό, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου πρόβαλαν ἐμπρὸς στὸ παιδὶ - ὁ Ἀλῆ Μπαμπᾶ μὲ τὴν ἀνατολίτικη φορεσιά του, ὁ Ροβινσῶν Κροῦσος μὲ τὸν παπαγάλο του στὸν ὦμο, κι ἄλλοι πολλοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σκροῦτζ ἐνθουσιάστηκε βλέποντας τοὺς ἥρωες τῶν σχολικῶν του χρόνων. Ἔπειτα, ὅμως, κατάλαβε. Τὸ μοναχικὸ ἀγόρι, μὲ μοναδικὴ παρέα τὰ βιβλία, ἦταν ὁ ἑαυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ ἕνα θρανίο καὶ ἔκλαψε πικρά.
«Πᾶμε τώρα νὰ ἐπισκεφτοῦμε κάποια ἄλλα Χριστούγεννα», τοῦ πρότεινε τὸ Πνεῦμα.
Καθὼς μιλοῦσε, παρατήρησε ὅτι τὸ παιδὶ μεγάλωσε κι ἔγινε ἔφηβος. Ὁ Σκροῦτζ ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν πάλι μόνος. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς διακοπές.
Ξαφνικά, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ νέα καὶ ὄμορφη κοπέλα μπῆκε τρέχοντας στὴν αἴθουσα. Ἦρθε καὶ τὸν ἀγκάλιασε.
«Ἀδελφούλη μου», τοῦ φώναξε. «Ἦρθα νὰ σὲ πάρω. Θὰ πᾶμε στὸ σπίτι νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα!».
«Στὸ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ.
«Ναί, ζήτησα ἀπὸ τὸν πατέρα νὰ σ᾿ ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσεις γιὰ πάντα στὸ σπίτι. Συμφώνησε. Δὲ θὰ ξαναπᾶς ἐσωτερικὸς στὸ σχολεῖο!», τοῦ ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Εἶναι πολὺ γλυκιὰ μὲ χρυσή, μὲ χρυσὴ καρδιά», σχολίασε τὸ Πνεῦμα. «Νομίζω ὅτι πέθανε νέα, πάνω στὴ γέννα!».
«Ναί...» ἀπάντησε σκεφτικὸς ὁ Σκροῦτζ.
Βγῆκαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ περιπλανήθηκαν στοὺς δρόμους. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν στολισμένες γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὸ Πνεῦμα στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ ἕνα κατάστημα καὶ ρώτησε τὸν Σκροῦτζ ἂν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Ἐδῶ πρωτοεργάστηκα σὰν μαθητευόμενος!».
Μπῆκαν μέσα. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καθόταν στὸ γραφεῖο.
«Αὐτὸς εἶναι ὁ γερό-Φέζιβικ!.. Ὁ γερό-Φέζιβικ ἀναστημένος!..» φώναξε μ᾿ ἐνθουσιασμὸ ὁ Σκροῦτζ.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ κι ἕνας ἄλλος μαθητευόμενος μπῆκαν στὴν αἴθουσα.
«Μαζέψτε τα ὅλα», τοὺς εἶπε ὁ Φέζιβικ, «νὰ ἑτοιμάσουμε τὴ γιορτή!».
Οἱ μαθητευόμενοι δὲν περίμεναν νὰ τὸ ἀκούσουν δεύτερη φορά. Πρὶν προλάβει ὁ γέρο-Σκροῦτζ ν᾿ ἀνοιγοκλείσει τὰ μάτια, ὅλα ἦταν καθαρὰ καὶ τακτοποιημένα. Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν οἱ καλεσμένοι. Ἡ γιορτὴ εἶχε ὀργανωθεῖ γιὰ ὅλους τοὺς ὑπαλλήλους τοῦ Φέζιβικ.
Σύντομα ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορὸς ἄναψαν τὸ κέφι γιὰ τὰ καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα καὶ ποτά. Ἦταν πιὰ ἀργὰ ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν οἱ καλεσμένοι. Ὁ κύριος καὶ ἡ κυρία Φέζιβικ ἕσφιξαν τὰ χέρια ὅλων καὶ τοὺς εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ἕσφιξαν τὰ χέρια ἀκόμη καὶ τῶν νεαρῶν μαθητευομένων πρὶν πᾶνε στὰ κρεβάτια τοὺς στὸ πίσω μέρος τοῦ καταστήματος. Ὁ γέρο-Σκροῦτζ ἔδειχνε ξετρελαμένος καθὼς παρακολουθοῦσε αὐτὴ τὴ σκηνή. Ἔνιωθε τόση χαρά, λὲς καὶ συμμετεῖχε πραγματικὰ στὴ γιορτή. Ἀργὰ τὴ νύχτα τὸ Πνεῦμα καὶ ὁ Σκροῦτζ ἄκουσαν τοὺς μαθητευομένους νὰ κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στὰ κρεβάτια τους. Παίνευαν τὸ γέρο-Φέζιβικ καὶ τὸν εὐγνωμονοῦσαν γιὰ τὴν ὡραία γιορτὴ ποὺ τοὺς ἑτοίμασε.
«Καὶ τοῦ κόστισε μόνο τρεῖς ἢ τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως εἰρωνικὰ τὸ Πνεῦμα. «Ἔξοδο ποὺ ἄξιζε τὸν κόπο!». «Τὸ κόστος δὲν ἦταν ὑλικό», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ. «Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ χρήματα, ἡ γιορτὴ θὰ εἶχε ἐπιτυχία γιατί ὁ Φέζιβικ ἦταν καλὸς ἄνθρωπος καὶ πάντοτε ἀκτινοβολοῦσε χαρὰ κι εὐτυχία!».
Ξαφνικὰ ὁ Σκροῦτζ ἔκοψε τὴν κουβέντα του ἀπότομα.
«Τί σοῦ συμβαίνει;» τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα. «Μήπως ἔγινε κάτι ποὺ σὲ τάραξε;».
«Ὄχι, τίποτα... Νά, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ἔχω πεῖ κάτι στὸν κλητήρα μου».
Ἡ σκηνὴ ἄλλαξε. Τώρα ὁ Σκροῦτζ ἦταν πλέον ὥριμος ἄντρας. Καὶ μία νέα γυναίκα ἐγκατέλειπε τὸ σπίτι. Ἔκλαιγε ἡ καημένη, βουβά. Γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
«Κάποτε ἤμασταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐτυχισμένοι. Τώρα σὲ κυβερνᾶ τὸ πάθος σου γιὰ τὸ χρῆμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δὲν ἄλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ.
«Ἐγὼ ἔμεινα ἡ ἴδια. Ἐσὺ ὅμως ἄλλαξες. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ παντρευτῶ. Σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία στὴ σταδιοδρομία ποὺ διάλεξες».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ γυναίκα βγῆκε στὸ δρόμο, ἐνῶ ὁ ἄντρας δὲ δοκίμασε νὰ τὴ σταματήσει.
«Πνεῦμα», φώναξε ὁ γέρο-Σκροῦτζ, «σταμάτα νὰ μὲ βασανίζεις, θέλω νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Δὲν ἀντέχω τὶς δυσάρεστες ἀναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμὴ πέρασαν χρόνια. Καὶ ξαναεῖδαν τὴ νέα γυναίκα. Τώρα γελοῦσε τρισευτυχισμένη με τὴν κόρη της. Σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Σκροῦτζ. Ὁ πατέρας μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἡ μικρὴ ἔτρεξε καὶ τὸν φίλησε. Ἀγκαλιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμπρὸς στὸ ἀναμμένο τζάκι.
«Δὲν τὸ ἀντέχω», μούγκρισε ὁ γερο-Σκροῦτζ μὲ φωνὴ σπασμένη. Καὶ στράφηκε ἀπελπισμένος πρὸς τὸ Πνεῦμα, ποὺ μέσα στὴν ὁλοφώτεινη ἀνταύγεια τοῦ ἔμοιαζε σὰν νὰ εἰρωνεύεται τὴν ἀπελπισία του. Σὲ λίγο ἡ ὀπτασία τοῦ Πνεύματος ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ σβήνει σιγὰ-σιγά, μέχρι ποὺ ἐξαφανίστηκε τελείως. Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε ἀφάνταστα κουρασμένος. Τὰ μάτια τοῦ βάρυναν. Ξαναγύρισε στὴν κρεβατοκάμαρά του. Μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι κι ἔπεσε σὲ ὕπνο βαθύ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ

Ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ, τὸ ρολόι χτυποῦσε μία. Μιὰ κατακόκκινη λάμψη ἐρχόταν ἀπ᾿ τὴ σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τὴ ρόμπα του καὶ πῆγε νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Ἡ σάλα εἶχε μεταμορφωθεῖ! Ἀπὸ τὸ πάτωμα ὡς τὸ ταβάνι ἦταν στολισμένη μὲ κισσό, λιόπρινο καὶ ἰξό. Στὸ τζάκι ἔκαιγε μία ζωηρὴ φωτιὰ καὶ στὴ γωνιὰ ὑψωνόταν ἕνας τεράστιος σωρὸς ἀπὸ φαγητὰ-γαλοποῦλες, χῆνες, πατάτες, μῆλα, καρύδια - ἐνῶ πάνω στὴν κορυφὴ καθόταν χαμογελαστὸς ἕνας γίγαντας μ᾿ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ ἀριστερό του χέρι.
«Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρόντος», τοῦ φώναξε φιλικά. «Ἔλα!». Ὁ Σκροῦτζ παρατήρησε τὸ Πνεῦμα. Ἦταν ντυμένο μ᾿ ἕνα μακρὺ λευκὸ χιτώνα. Καὶ πάνω στὰ μακριὰ μαῦρα του μαλλιὰ φοροῦσε ἕνα στεφάνι ἀπὸ λιόπρινο.
«Πήγαινε μὲ ὅπου θέλεις», ξερόβηξε ὁ Σκροῦτζ. «Πῆρα ἤδη μερικὰ μαθήματα ἀπ᾿ τὸ συνάδελφό σου. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ παρακολουθήσω καὶ τὰ δικά σου».
«Τότε πιάσου ἀπὸ τὸν ποδόγυρο τοῦ χιτῶνα μου», ἀπάντησε ὁ γίγαντας.
Ἡ χαρούμενη σάλα, ἡ διακόσμηση, τὰ φαγητά, ὅλα ἐξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ὑπαλλήλου του, τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ καὶ κοίταξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἡ κυρία Κράτσιτ καὶ οἱ τρεῖς κόρες της φοροῦσαν παλιὰ φθαρμένα φορέματα, στολισμένα ὅμως μὲ κορδέλες γιὰ τὴ γιορτή, καὶ κάθονταν στὸ τραπέζι. Ξαφνικά, μπῆκαν τρέχοντας δυὸ ἀγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολᾶ ἀπὸ τὸ δρόμο!» φώναξαν μὲ ἐνθουσιασμό. Πίσω τοὺς ἐρχόταν ὁ πατέρας τους. Στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε τὸ μικρότερο γιό του, τὸν Τίμ. Τὸν ἀπέθεσε προσεκτικὰ στὸ πάτωμα. Τὸ παιδὶ ἦταν ἄρρωστο καὶ βάδιζε μὲ δεκανίκι.
Κάθησαν ὅλοι στὸ γιορτινὸ τραπέζι. Ἡ μικρὴ γαλοπούλα μοιράστηκε πολὺ προσεκτικὰ ὥστε νὰ φτάσει γιὰ ὅλους. Πάντως ἡ σκηνὴ ἦταν χαρούμενη. Οἱ δυὸ γονεῖς πρόσεχαν ἰδιαίτερα τὸν ἀνάπηρο Τίμ. Ἕνα χαμόγελο φώτισε τὸ χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεῦμα», ρώτησε μὲ ξαφνικὸ ἐνδιαφέρον ὁ Σκροῦτζ, «ὁ μικρὸς Τὶμ θά... ζήσει ἀκόμη γιὰ πολύ;».
«Χμμ... τὸν περιβάλλουν σκιές. Ἂν τὸ μέλλον δὲν τὶς μεταβάλει, τὸ παιδάκι θὰ πεθάνει! Ἀλλὰ ἐσένα τί σὲ νοιάζει; Ἕνα στόμα λιγότερο σὲ τοῦτο τὸν πυκνοκατοικημένο κόσμο. Ἔτσι δὲν εἶναι;».
Ὁ Σκροῦτζ τότε θυμήθηκε ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ἐπαναλάβει πολλὲς φορὲς αὐτὴ τὴ φράση. Καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρὶς τὸ Πνεῦμα νὰ προσθέσει ἄλλη λέξη, βρέθηκαν στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. «Ὁ θεῖος Σκροῦτζ μᾶς θεωρεῖ τρελοὺς ποὺ γιορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα. Κι ἔτσι, ἀρνήθηκε νὰ φάει μαζί μας σήμερα», εἶπε ὁ Φρέντ.
«Τί ἀπαίσιος ἄνθρωπος», ἀναστέναξε ἡ γυναίκα του ὑποτιμητικὰ καὶ οἱ καλεσμένοι κούνησαν τὰ κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Ἀλλὰ ὁ Φρὲντ πρόσθεσε πικραμένος: «Ἐγώ, πάντως, λυπᾶμαι εἰλικρινὰ ποὺ ὁ θεῖος ἔχασε μία εὐκαιρία νὰ χαρεῖ. Καὶ τώρα, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲ βρίσκεται μαζί μας, θὰ ἤθελα νὰ τοῦ ἐκφράσω τὶς καλύτερες εὐχές μου». Κι ἀμέσως σήκωσε τὸ ποτήρι καὶ ἤπιε στὴν ὑγειὰ τοῦ θείου του.
Γρήγορα ὅμως ἡ χαρούμενη ὁμήγυρη ξέχασε τὸν Σκροῦτζ. Ἔπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν μὲ παντομίμα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ τόσο τοῦ ἄρεσε αὐτὸ τὸ παιχνίδι, συμμετεῖχε ὅλο χαρά, ξεχνώντας ὅτι κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ ἢ νὰ τὸν ἀκούσει. Τὸ Πνεῦμα τὸν παρακολουθοῦσε κι ἔμοιαζε νὰ τὸ γλεντάει μαζί του. Ἀλλὰ σύντομα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγουν. «Ἔχουμε νὰ ἐπισκεφτοῦμε πολλὰ μέρη ἀκόμη ὥσπου νὰ περάσει ἡ νύχτα», εἶπε τὸ Πνεῦμα.
Καὶ ὁδήγησε τὸν Σκροῦτζ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι. Περπάτησαν μέσα στὸ κρύο καὶ στὸ χιονόνερο, σὲ βρωμερὰ στενὰ καὶ δρομάκια περίεργα, κι ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς γέφυρες τῆς πόλης. Ἐκεῖ ὁ Σκροῦτζ εἶδε δυστυχισμένους ἀνθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτὰ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον, προσπαθοῦσαν νὰ ζεσταθοῦν. Ἀνάμεσα τοὺς τριγύριζαν παιδάκια ποὺ ζητιάνευαν φαγητὸ ἀπ᾿ τοὺς περαστικούς. Κάπου μακριά, ἕνα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ὁ Σκροῦτζ, τρομοκρατημένος ἀπ᾿ τὴν τόση ἀθλιότητα, ἀναζήτησε τὸ γιγάντιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο εἶχε ἐξαφανιστεῖ.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Σὲ λίγο, ἕνα ἄλλο φάντασμα, τυλιγμένο στὴν ὁμίχλη, προχώρησε ἀργὰ πρὸς τὸν Σκροῦτζ. Παρατήρησε ὅτι τὸ Πνεῦμα αὐτὸ φοροῦσε μία τεράστια μαύρη κάπα καὶ μία κουκούλα ποὺ τοῦ ἔκρυβε ἐντελῶς τὸ πρόσωπο. Ὁ Σκροῦτζ παραλίγο νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸν τρόμο του.
«θὰ πρέπει νὰ εἶσαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μοῦ ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον; Ἴσως ν᾿ ἀλλάξω... Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ ἀκολουθήσω».
Παρὰ τὰ γενναῖα του λόγια, ὁ Σκροῦτζ φοβόταν τόσο πολὺ αὐτὸ τὸ φάντασμα, ὥστε τὰ πόδια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα. Τὸ Πνεῦμα παρέμεινε ἀκίνητο περιμένοντας ὑπομονετικὰ τὸν Σκροῦτζ μέχρι νὰ συνέλθει. Ἔπειτα κινήθηκε ἀθόρυβα. Καὶ ὁ Σκροῦτζ τὸ ἀκολούθησε σὰν νὰ τὸν τύλιξε ἡ κάπα τοῦ Πνεύματος, ποὺ τὸν παρέσυρε στὸ ἄγνωστο.
Κοσμοσυρροὴ καὶ ὀχλαγωγία στὸ χρηματιστήριο. Τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Σκροῦτζ ἀνάμεσα στοὺς χρηματιστὲς καὶ στοὺς ἐμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Χθὲς βράδυ, νομίζω», ἀπάντησε ἕνας ἄλλος. «Δὲν πιστεύω νὰ πάτησε κανεὶς στὴν κηδεία του», σχολίασε ἕνας τρίτος. «Ἐπιτέλους ξεκουμπίστηκε... Τὸν σιχαίνονταν ὅλοι!».
Ὁ Σκροῦτζ ἔνιωσε οἶκτο γι᾿ αὐτὸν ποὺ μιλοῦσαν. Ἀναρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο νὰ τὸν ἔφερε τὸ Πνεῦμα σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ἔπειτα ἀναγνώρισε κάποιον ἄλλο χρηματιστὴ στὴ συνηθισμένη του θέση. Μάταια ὅμως ἔψαξε νὰ βρεῖ καὶ τὸν ἑαυτό του.
«Ἴσως», σκέφτηκε, «ὁ Σκροῦτζ τοῦ μέλλοντος θὰ παρατήσει τὶς συναλλαγὲς καὶ θὰ στραφεῖ πρὸς ἄλλες δραστηριότητες...».
Γύρισε νὰ ρωτήσει τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἐξακολουθοῦσε νὰ σωπαίνει. Σήκωσε μόνο τὸ χέρι καὶ ἔδειξε μὲ τὸ μακρύ του δάχτυλο πρὸς κάποια κατεύθυνση. Ἦταν καιρὸς νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους. Ὁ γέροντας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ τὴ ραχοκοκαλιά του κρύος ἱδρώτας.
Ἔφτασαν σὲ μία κακόφημη γειτονιὰ τῆς πόλης. Ὁ Σκροῦτζ δὲν εἶχε ξαναπατήσει τὸ πόδι του ἐκεῖ. Στὴν ἄκρη ἑνὸς βρώμικου στενοῦ βρισκόταν ἕνα ἄθλιο καταγώγιο-φωλιὰ λωποδυτῶν! Μέσα, τρεῖς κλέφτες, ἕνας ἄντρας καὶ δυὸ γυναῖκες, μὲ τρύπια ροῦχα, μοιράζονταν τὴ λεία τους. Οἱ πεταμένες πάνω στὸ πάτωμα κουρτίνες ἦταν ἴδιες μ᾿ ἐκεῖνες τῆς κρεβατοκάμαρας τοῦ Σκροῦτζ.
«Καλὰ ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἁρπάξαμε», κακάρισε ἡ μία γυναίκα. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ πράγματά του», πρόσθεσε ὁ ἄντρας.
«Ἂ τὸ γέρο-τσιγκούνη», ἔβρισε ἡ ἄλλη γυναίκα. «Ἂν ἦταν ἐντάξει ἄνθρωπος, κάποιος θὰ βρισκόταν δίπλα του τὴν ὥρα ποὺ πέθαινε». Ὁ Σκροῦτζ παρακολουθοῦσε ἀηδιασμένος τὴν κουβέντα τους. «Πνεῦμα», φώναξε. «Πᾶμε νὰ φύγουμε, σὲ παρακαλῶ, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο μέρος». Ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ πάγωσε τὸ αἷμα.
«Πνεῦμα», κλαψούρισε ὁ Σκροῦτζ, «βοήθησέ με νὰ ξεχάσω τούτη τὴ θλιβερὴ σκηνή. Πήγαινέ με σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου οἱ ἄνθρωποι μιλοῦν εὐγενικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς...».
Τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε τότε σὲ δρόμους γνωστούς, πίσω στὸ σπίτι τοῦ Μπὸμπ Κράτσιτ. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του ἦσαν ὅλοι μαζεμένοι γύρω ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅμως τὸ φτωχικὸ δωμάτιο ἦταν παράξενα σιωπηλό.
«Δὲ θὰ ἀργήσει ὁ πατέρας σας», εἶπε ἡ κυρία Κράτσιτ. «Ἔχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», εἶπε κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιά. «Τοῦτες τὶς μέρες βαδίζει πιὸ ἀργά».
«Ἄχ!» ἀναστέναξε ἕνα ἄλλο. «Ὅταν κουβαλοῦσε τὸν Τὶμ στοὺς ὤμους ἐρχόταν τρεχάτος γιὰ τὸ σπίτι».
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ μπῆκε στὸ σπίτι. Εἶχε τὰ μάτια κατακόκκινα σὰν νὰ εἶχε κλάψει. Χαιρέτησε ὅμως τρυφερὰ ἕνα-ἕνα τὰ παιδιά του. Ἔπειτα εἶπε: «Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ξεχάσουμε τὸ μικρούλη μας τὸν Τίμ, ἔτσι; Ἡ ἀνάμνηση τοῦ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εὐγενείας του θὰ μᾶς κρατήσει γιὰ πάντα ἑνωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τὰ παιδιά. «Ἔ, τότε, μὲ κάνετε νὰ νιώθω εὐτυχισμένος», ἀπάντησε ὁ Μπὸμπ «πολὺ εὐτυχισμένος!».
Ἀγκαλιάστηκαν ὅλοι. Καὶ δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια τοῦ Σκροῦτζ.
«Πνεῦμα», εἶπε ὁ Σκροῦτζ, «σὲ λίγο θὰ χωρίσουμε. Δὲ θὰ μοῦ ἐξηγήσεις τὸ νόημα ὅλων αὐτῶν; θὰ ἤθελα νὰ δῶ καὶ τὴ δική μου πορεία στὸ μέλλον».
Ξαναβγῆκαν στὸ δρόμο καὶ προχωρώντας, βρέθηκαν ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε πρόθεση νὰ σταματήσει. Τὸ μακρύ του δάχτυλο ἔδειχνε ἐμπρός.
«Σὲ παρακαλῶ, ἄφησε μὲ μία στιγμὴ νὰ δῶ πῶς θὰ εἶμαι στὸ μέλλον», ἱκέτευσε ὁ Σκροῦτζ. Τὸ Πνεῦμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ὁ Σκροῦτζ κοίταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀναγνώρισε τὸ γραφεῖο του, ἀλλὰ ἡ ἐπίπλωση δὲν ἦταν πλέον ἡ δική του καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν στὴν πολυθρόνα δὲν ἦταν ὁ Σκροῦτζ! Τὸ Πνεῦμα, ἀμίλητο πάντα, προχώρησε. Ὁ Σκροῦτζ ἀκολούθησε τὰ βήματά του. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφτασαν σὲ μία καγκελόπορτα. Ὁ Σκροῦτζ γούρλωσε τὰ μάτια. Ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. Τὸ Πνεῦμα πῆγε καὶ στάθηκε ἐμπρὸς ἀπὸ ἕναν τάφο. Ὁ Σκροῦτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στὴν ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο τὸ ὄνομά του: «ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στὸ χρηματιστήριο θὰ πρέπει νὰ μιλοῦσαν γιὰ μένα», κλαψούρισε, «καὶ οἱ κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, τὸ δικό μου σπίτι!».
«Πνεῦμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δὲν θέλω νὰ τελειώσει ἔτσι ἡ ζωή μου. Μπορῶ... θέλω νὰ τὴν ἀλλάξω. Τὰ μαθήματα τῶν τριῶν πνευμάτων δὲν θὰ πᾶνε χαμένα. Μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τὸ μέλλον μου;».
Πάνω στὴν ἀγωνία τοῦ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιασε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Ἀλλὰ ἡ κάπα ἦταν ἄδεια -τὸ Πνεῦμα ἔγινε ἀτμός- καὶ ὁ Σκροῦτζ ἀγκάλιαζε στὴν πραγματικότητα τὸ κάγκελο τοῦ κρεβατιοῦ του! Ναί, τοῦ δικοῦ του κρεβατιοῦ! Βρισκόταν πάλι στὴν κρεβατοκάμαρά του. Ἀνακουφισμένος ἀπὸ τὴν ἀγωνία, κλαίγοντας καὶ γελώντας, ἔτρεξε νὰ ἀγγίξει τὶς κουρτίνες. Ἦταν ἐκεῖ, στὴ συνηθισμένη τοὺς θέση. Βάλθηκε νὰ χοροπηδᾶ σ᾿ ὅλο τὸ σπίτι γεμάτος εὐτυχία. Ὅλα ἦταν στὴ θέση τους! Τίποτα δὲν εἶχε ἀλλάξει! Καὶ τὴ μεγάλη του χαρὰ διέκοψαν μόνο οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ χτυποῦσαν χαρούμενες σ᾿ ὅλη τὴν πόλη.

ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ

Ὁ Σκροῦτζ ἔτρεξε κι ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό, ἀλλὰ τὸ πρωινὸ εὐχάριστο. «Τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;», ρώτησε ἕνα ἀγόρι ποὺ περνοῦσε ἀπέξω. «Σήμερα ἔχουμε Χριστούγεννα!».
«Ἂ τότε, δὲν τὰ ἔχασα», φώναξε ὁ Σκροῦτζ. «Τὰ πνεύματα ἔκαναν τὴ δουλειὰ τοὺς μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Ἀγόρι μου», ξαναεῖπε στὸ παιδί. «Τρέξε, σὲ παρακαλῶ, στὸ χασάπη καὶ πές του νὰ μοῦ φέρει τὴ μεγαλύτερη γαλοπούλα του. Θὰ σοῦ χαρίσω ἕνα σελίνι, ἴσως καὶ τρία, ἂν ἐπιστρέψεις μέσα σὲ πέντε λεπτά».
Τὸ παιδὶ δὲ δίστασε στιγμή. Ἔτρεξε γρήγορα καὶ ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα μὲ τὸν κρεοπώλη, ποὺ κουβαλοῦσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θὰ τὴ στείλω στὸν Μπὸμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ὁ Σκροῦτζ, «χωρὶς νὰ μάθει ποιὸς τοῦ τὴ δώρισε».
Τὸ πουλὶ ἦταν τόσο βαρύ, ὥστε ὁ Σκροῦτζ ἀναγκάστηκε νὰ καλέσει ἕνα ἁμάξι γιὰ νὰ τὸ μεταφέρει ὡς τὸ σπίτι τοῦ κλητῆρα του. Ὁ Σκροῦτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε τὸ ἀγοράκι, τὸ χασάπη καὶ τὸν ἁμαξᾶ. Ἔνιωθε ὑπέροχα.
Ὁ Σκροῦτζ ἔκανε τὸ μπάνιο του, φόρεσε ἕνα καθαρὸ κοστούμι καὶ βγῆκε περίπατο. Βάδιζε μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὴ ράχη, παρατηρώντας τοὺς περαστικούς. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι. Μερικοὶ τοῦ εὐχήθηκαν «Καλὰ Χριστούγεννα!». Ὁ Σκροῦτζ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε ἀκούσει πιὸ εὐχάριστα λόγια. Στὸ δρόμο συνάντησε ἕναν ἀπὸ τοὺς δυὸ κυρίους ποὺ τὴν προηγουμένη τὸν εἶχαν ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴ βοήθειά του γιὰ τοὺς φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», τοῦ φώναξε «πῶς εἶστε;».
Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλησίασε, ὁ Σκροῦτζ τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ αὐτί. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλᾶτε σοβαρά, κύριε Σκροῦτζ;» φώναξε. «Μὰ εἶστε πολὺ γενναιόδωρος!». «Μὴ μὲ εὐχαριστεῖτε», τοῦ ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Κάντε μόνο τὸν κόπο νὰ περάσετε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα, ἀπὸ τὸ γραφεῖο μου. Θὰ εἶναι δική μου εὐχαρίστηση!».
Στὸ τέλος, ὁ Σκροῦτζ κατέληξε ἐμπρὸς στὸ σπίτι τοῦ ἀνιψιοῦ του. Δίστασε γιὰ λίγο στὸ κεφαλόσκαλο. Ἀλλὰ μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ χτύπησε τὸ κουδούνι. Ἡ ὑπηρέτρια τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
«Τὸ ἀφεντικό σου εἶναι μέσα;» τὴ ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περᾶστε. Κάθεται ἤδη μὲ τὴ σύζυγό του καὶ τοὺς καλεσμένους στὸ τραπέζι, θὰ σᾶς δείξω...».
«Δὲ χρειάζεται, καλή μου», τῆς ἀπάντησε ὁ Σκροῦτζ. «Γνωρίζω πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ σπιτάκι». Ἄνοιξε σιγανὰ τὴν πόρτα τῆς τραπεζαρίας καὶ ἔχωσε τὸ κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορῶ νὰ περάσω;».
«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.
«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».
Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.
Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.
«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».
«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.
«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».
Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.
Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».
Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Άννα Ιακώβου - Το Φως των Χριστουγέννων






Τούτη την παραμονή των Χριστουγέννων τη συλλογιότανε καιρό ο Φάνης. Πρώτη φορά θα πέρναγε τις άγιες μέρες μόνος, δίχως τη γιαγιά του τη Μηλιά. Βιαστική και σβέλτη, καθώς ήτανε σε όλα της, έτσι βιαστικά έφυγε πριν απ' τη μεγάλη τη γιορτή για τις ουράνιες πολιτείες κι άφησε πίσω, μονάχο του, το Φάνη να καρτεράει μυρωδιές και ήχους, χρώματα και εικόνες γιορτινές.
- Καλύτερα να μην έρθουνε ποτέ τους τα Χριστούγεννα, μουρμούραγε λυπημένος ο Φάνης και γύρευε να σταματήσει τις ώρες, χαλώντας τους δείχτες εκείνου του μικρού του ρολογιού που είχανε πάνω στο τραπέζι. Κάρφωνε τα μάτια του στον ουρανό ελπίζοντας να δει τον ήλιο να τριγυρνά χαμένος μέσα στις γκρίζες παχιές συννεφιές που κρύβουνε το δρόμο για τη δύση. Προσπαθούσε να κάνει ατέλειωτες τις νύχτες μετρώντας αργά-αργά τ' άστρα.
Ό,τι όμως κι αν έκανε, το χρόνο να κρατήσει δεν μπόρεσε. Κύλησε σαν το νερό, πέρασε σαν τον αγέρα, αφήνοντας να φανερωθεί άξαφνα μπρος στα μάτια του παιδιού η αυγή μιας κρύας, μα γεμάτης φως ημέρας, που ήτανε η παραμονή της γιορτής.
Μόλις ξύπνησε ο Φάνης στάθηκε για λίγο ακίνητος κρατώντας ακόμη και την ανάσα του κάτω από τα σκεπάσματα για ν' αφουγκραστεί τους ήχους του σπιτιού. Ύστερα έβγαλε δειλά τη μύτη του έξω απ' τη βαριά κουβέρτα για να μυρίσει τον αέρα.
Απόλυτη ησυχία απλωνόταν παντού και η μόνη μυρουδιά που αναγνώρισε ήτανε εκείνη του καμένου ξύλου από το τζάκι.
- Ας είναι, ψιθύρισε. Να δεις που θα περάσουν και τούτες οι δυο μέρες της γιορτής γρήγορα και θα γίνουν όλα όπως και χθες.
Με μια αργή κίνηση παραμέρισε τα σκεπάσματα και σηκώθηκε τεμπέλικα απ' το κρεβάτι, ενώ σκεφτόταν....
- Πού να προλάβει η μάνα από τις δουλειές που την πνίγουν για γιορτές κι ετοιμασίες, για μελομακάρονα και Χριστοκούλουρα, για Χριστόψωμα, δίπλες και τηγανίτες! Μη βλέπεις! Η γιαγιά ήτανε αλλιώς. Δεν έτρεχε στα γίδια, στη στάνη, στο τυροκομείο. Εκείνη είχε χρόνο για όλα τα άλλα.
Ντύθηκε δίχως βιάση, φόρεσε όπως-όπως τα παπούτσια του στραβοπατώντας τα και με τα μεγάλα κορδόνια να πετιόνται και να τινάζονται μπροστά σε κάθε του βήμα σαν φιδίσιες γλώσσες. Έριξε μια καθαρή πετσέτα στον ώμο και βγήκε από το σπίτι για να πλυθεί έξω στις δυο βρυσούλες, τις δίδυμες, καθώς τις έλεγε ο πατέρας του, όπου το γάργαρο νερό τους ερχότανε από ψηλά, από τις κορυφές της Χιόνας, κι έτρεχε ολημερίς ασταμάτητα.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει την εξώπορτα και πήδησε μπρος στα πόδια του ο σκύλος του ο Πιστός κουνώντας πέρα δώθε, την ουρά του. Μεγάλη αγάπη είχε ο Φάνης σε τούτο το μαλλιαρό τσοπανόσκυλο που του έφτανε σχεδόν ως τη μέση. Ήτανε η μόνη του παρέα, όταν ερχότανε εδώ στη στάνη. Το χωριό, για ν' ανταμώσει με τ' άλλα παιδιά, ήτανε δυο ώρες μακριά και δεν υπήρχε άλλη στάνη εκεί κοντά για να έχει κάποια παρέα.
- Σιγά, σιγά παλιόφιλε, είπε γελώντας στον Πιστό και τον χάιδεψε γερά στο κεφάλι. Σιγά, θα με ρίξεις κάτω!
Περπάτησαν οι δυο τους ως τις βρύσες. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στην ίδια ευθεία, ακίνητοι, έχοντας απέναντι τους ο καθένας κι από μια βρύση. Έμειναν έτσι μερικά λεπτά, για να πάρουν το κουράγιο που τους έλειπε, πριν βάλουν το κεφάλι τους κάτω από το παγωμένο νερό. Μια λοξή, γρήγορη, ματιά που έριξαν συναμετάξυ τους ήτανε, θαρρείς, το σύνθημα. Σκύψανε και οι δυο ταυτόχρονα το κεφάλι χαμηλά κι αμέσως το έσπρωξαν κάτω από το νερό. Χύθηκε πάνω τους δροσιά διάφανη και κρυστάλλινη, ζωντανεύοντας τα τρυφερά μάγουλα του Φάνη, μουσκεύοντας τα πυκνά μαλλιά και τα μουστάκια του σκύλου. Ύστερα τίναξαν και οι δυο δυνατά το κεφάλι, κάνοντας χιλιάδες σταγόνες να πεταχτούν δεξιά κι αριστερά.
- Πού είναι η πετσέτα σου σήμερα φιλαράκο; Φώναξε γελώντας ο Φάνης στο σκύλο του τον Πιστό, ενώ έτριβε με δύναμη τα μαλλιά του. Ξέχασες, μού φαίνεται, τι μέρα είναι. Έλα εδώ να σε στεγνώσω εγώ, του είπε, κι άπλωσε το χέρι με την πετσέτα για να σκουπίσει τη μούρη του.
- Γαβ-γάβ, διαμαρτυρήθηκε ο Πιστός κι έκαμε δυο-τρία βήματα πίσω για να τον αποφύγει.
- Το ξέρω πως δεν σ' αρέσει να είσαι περιποιημένος, μα σήμερα είναι παραμονή των Χριστουγέννων, του είπε ο Φάνης. Θα μου πεις βέβαια, και με το δίκιο σου, συνέχισε μονολογώντας, πώς θέλεις να το καταλάβω εγώ αυτό; Μήπως και άλλαξε τίποτε εδώ γύρω που να το μαρτυράει;
- Γαβ.... γαβ-γαβ, γάβγισε δυνατά ο Πιστός, σαν να 'χε άλλη γνώμη.
- Μη μού διαμαρτύρεσαι καθόλου. Τα καλά τσοπανόσκυλα, αν θέλεις να ξέρεις, έχουν μύτη και τα μυρίζονται όλα, είπε γελώντας το παιδί, μα την απάντηση δεν πρόλαβε να την ακούσει γιατί παιχνιδιάρικα σφυρίζοντας του έφερε ο αγέρας ώς τ' αφτιά του ψιθυριστά το όνομα του.
- Φάνη... - Φάνη...
Ξαφνιασμένος στάθηκε στον τόπο για ν' ακούσει καλύτερα, κάνοντας νόημα και στον Πιστό να μη γαβγίσει.
- Φάνη, Φάνη, πού είσαι; άκουσε ξανά, καθαρά όμως ετούτη τη φορά τη φωνή της μάνας του που ερχότανε από το μονοπάτι.
- Ξύπνησα, φώναξε το παιδί κι ένιωσε λαχτάρα να την ανταμώσει κι αφήνοντας το σκύλο να τον κοιτάζει, περπάτησε γρήγορα ως το δρομάκι και την περίμενε εκεί.
Σε λίγο εκείνη φάνηκε πίσω από τα δέντρα της στροφής να έρχεται χαμογελαστή με βήμα γρήγορο.
- Τι χάλια είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι, του είπε η μάνα, όταν έφτασε κοντά. Δέσε τα κορδόνια σου, χτένισε λιγάκι τα μαλλιά σου, τον γλυκομάλωσε, βάζοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά της μέσα στ' ανακατεμένα σγουρά μαλλιά για να τα φτιάξει. Αν ήσουνα τώρα στο χωριό, από τα εφτά χαράματα θα ξεκινούσες να πεις τα κάλαντα κι όχι που μου κοιμήθηκες κι ανέβηκε μιαν οργιά ο ήλιος.
- Δηλαδή...., είπε ο Φάνης σαστισμένος. Δηλαδή σε ποιον.... θα τα πω;
- Τι σε ποιον θα τα πεις. Σε μένα, του είπε γελώντας η μάνα.
- Σ' εσένα; Μα εγώ τα έλεγα πάντα στη γιαγιά, γιατί εσύ....
- Εμπρός-εμπρός ξεκίνα κι άφηκα μισοαρμεγμένα τα γίδια στον πατέρα σου, τού είπε, και τραβώντας τον από το χέρι φτάσανε οι δυο τους μπροστά στην πόρτα του σπιτιού.
- Τώρα, μάνα, μεγάλωσα. Δεν είμαι πια για κάλαντα, είπε με ντροπή το παιδί σκύβοντας το κεφάλι.
- Μεγάλωσες; Μωρέ τι μάς λες! Εδώ ο Γιωργής ο Φωτεινός τα λέει ακόμη στο χωριό κι ας είναι είκοσι χρονών και μεγάλωσες εσύ εννιά χρονών παιδί;
- Τότε, στάσου να φτιαχτώ λιγάκι, είπε τρελός από χαρά ο Φάνης και γυρνώντας στο πλάι πέταξε την πετσέτα που κρατούσε πάνω στο πεζούλι. Ύστερα έσκυψε να δέσει βιαστικά τα κορδόνια του, έσιαξε και τα πουκάμισα του που ήτανε μισοβγαλμένα, χτένισε με τα δάχτυλα και τα μαλλιά του και τέλος, χτυπώντας τα δυο του χέρια, κάλεσε τον Πιστό να 'ρθει κοντά του.
- Πιστέ, έλα... έλα, του φώναξε γελώντας Θα τα πούμε και φέτος παλιόφιλε.
- Στάσου εδώ, του είπε η μάνα, όταν είδε πως ήταν έτοιμος. Θα το κάνουμε, όπως το έκανες και με τη γιαγιά. Θα μπω εγώ στο σπίτι κι εσύ θα μου χτυπήσεις την πόρτα. Στάσου σου λέω, να το κάνουμε όπως πρέπει...
Η μάνα χάθηκε, πριν αποσώσει καλά το λόγο της, μέσα στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Ο Φάνης έμεινε ολομόναχος εκεί, σαστισμένος, δίχως να μπορεί να σαλέψει, δίχως να μπορεί ν' ανασάνει από εκείνον τον κόμπο που ήρθε και στάθηκε στο λαιμό του. Τα μάτια του γεμίσανε πλημμύρα κι άφαντη γίνηκε μπροστά του η πόρτα και το σπίτι ολάκερο χάθηκε μέσα στα θολά τα δάκρυα. Η καρδιά του χτυπούσε στο στήθος του δυνατά μ' ένα ρυθμό παράξενο που το παιδί δεν είχε ξανανιώσει.
- Ούτε μια πρόβα δεν κάναμε, γύρισε και είπε στον Πιστό ο Φάνης σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα μάτια με το μανίκι του. Εμπρός, τι περιμένεις, τού ψιθύρισε σπρώχνοντάς του το κεφάλι, λες κι ο Πιστός έπρεπε να χτυπήσει την πόρτα.
- Α! Κατάλαβα! Μουρμούρισε. Όλες τις ντροπές θα τις πάρω εγώ! Σήκωσε δειλά ο Φάνης το χέρι και τύπησε το μικρό, σιδερένιο μάνταλο τρεις φορές.
- Να τα πούμε;φώναξε με τρεμάμενη φωνή.
- Να τα πείτε, να τα πείτε, ακούστηκε από μέσα η φωνή της μάνας, ενώ την ίδια στιγμή άνοιξε διάπλατα και η πόρτα.
Ο Φάνης πήρε κουράγιο από το χαμόγελο της μάνας του κι άρχισε να λέει τραγουδιστά τα κάλαντα, υμνώντας του Χριστού τη γέννηση, της μικρής φάτνης τη δόξα, των μάγων τ' άγια δώρα! Στο τέλος, εκεί που αρχίζουν τα παινεματα του νοικοκύρη, ο Φάνης έλεγε ετούτα εδώ τα λόγια που του είχε μάθει η γιαγιά του η Μηλιά και που ήτανε εκείνα που ταίριαζαν στους τσοπάνηδες.
«Εδώ σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες
Εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγγος όλος.
Σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν.
Σαν τον αφρό της θάλασσας, αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα πάμε κι ο Θεός να τ' αβγαταίνει.»
- Και του χρόνου, φώναξε στο τέλος λάμποντας από χαρά ο Φάνης.
- Και του χρόνου, Φάνη μου, του είπε συγκινημένη η μάνα κι άπλωσε τη χούφτα της και πιάνοντας το μικρό του χεράκι, τού έβαλε μέσα ένα χιλιοδιπλωμένο χαρτονόμισμα.
- Έλα κοντά να σε φιλήσω, τού είπε και τον τράβηξε κοντά της και γέμισε φιλιά τα δροσερά του μάγουλα.
- Σιγά, σιγά, θα με φας, της είπε γελώντας ο Φάνης για να δώσει ένα τέλος στης μάνας του τις τρυφεράδες. Δώσε και κανένα φιλάκι στον Πιστό που μάς κοιτάζει αμίλητος τόση ώρα! Κοίτα τον πως ζηλεύει!
- Γαβ-γαβ, γάβγισε δυνατά το σκυλί στυλώνοντας τα δυο πισινά του πόδια στο χώμα.
- Ο Πιστός καλά θα κάνει να μάς αδειάσει τη γωνιά, γιατί έχουμε του κόσμου τις δουλειές, είπε η μάνα και του γύρισε απότομα την πλάτη της μπαίνοντας στο σπίτι. Εξάλλου, η θέση του είναι με το κοπάδι κι όχι να μπερδεύεται μέσα στα δικά μας τα πόδια, συμπλήρωσε.
Ο Φάνης κοίταξε τον Πιστό στα μάτια και του έκανε κρυφά νόημα να καθίσει καταγής. Ο Πιστός δίχως δεύτερη κουβέντα στρώθηκε φαρδύς-πλατύς μπροστά στην πόρτα, αναγκάζοντας το παιδί να πηδήσει από πάνω του για να μπορέσει να μπει μέσα στο σπίτι.
Πήγε και κάθισε με τα γόνατα πάνω σε μια καρέκλα ακουμπώντας με τους αγκώνες στο τραπέζι. Ανοιξε τη σφιγμένη παλάμη κι άφησε να πέσει πάνω στο υφαντό τραπεζομάντιλο το διπλωμένο χαρτονόμισμα.
- Ένα πενηντάρικο, είπε κι άνοιξαν τα μάτια του διάπλατα από την έκπληξη και τη χαρά.
- Να το κρατήσεις μαζί με τα άλλα που έχεις, του είπε η μάνα που εκείνη τη στιγμή έριχνε ξύλα στο τζάκι για να δυναμώσει τη φωτιά. Να το κρατήσεις και σαν πας στην πόλη, να πάρεις ό,τι θέλεις.
- Πότε θα πάμε στην πόλη; ρώτησε με λαχτάρα το παιδί.
- Θα πάμε, μα όχι τώρα. Να περάσουν και οι γιορτές.
- Μα εγώ τώρα θέλω να πάμε, μουρμούρισε με παράπονο ο Φάνης. Θέλω να δω την πόλη πώς είναι στολισμένη για τις γιορτές.
- Φάνη μου, αυτό που ζητάς δε γίνεται, του είπε γλυκά η μάνα νιώθοντας τον πόθο του παιδιού.
- Τέτοιες μέρες που όλος ο κόσμος γυρίζει στις πλατείες και στα μαγαζιά, που κάνουν τραπέζια με χίλια δυο γλυκά και φαγητά, που αγοράζουν δώρα και φορούνε τα καλύτερα τους ρούχα, τέτοιες μέρες εμείς φεύγουμε από το χωριό, φεύγουμε από τον κόσμο κι ερχόμαστε στην άκρη της γης για να κάνουμε γιορτές.
- Δεν ερχόμαστε στην άκρη της γης, όπως είπες, για να κάνουμε γιορτές, μα για να βοηθήσουμε λιγάκι τον πατέρα σου. Νομίζω ξέρεις πόσες γίδες είναι στην ώρα τους για να γεννήσουν κι ετούτα τα γίδια είναι όλη η περιουσία μας. Ξέρεις ακόμη πως ο κυρ-Στέφανος με το φορτηγό τέτοιες γιορτινές μέρες δεν έρχεται να μάς πάρει το γάλα, γιατί κλείνουνε τα τυροκομεία και αναγκαζόμαστε να το κάνουμε μόνοι μας τυρί, ειδάλλως θα το χύναμε και είναι μεγάλη αμαρτία. Ξέρεις πάλι πως....
- Εντάξει, ξέρω, είπε στεναχωρημένος ο Φάνης. Όμως κι εγώ θέλω να δω την πολιτεία.
- Θα τη δεις κάποτε και την πολιτεία που τόσο τη ζηλεύεις και πού ξέρεις, είπε η μάνα, μπορεί να συναντήσεις εκεί ανθρώπους που θα ζηλεύουνε εσένα.
- Θα ζηλεύουν εμένα; Φώναξε έκπληκτος ο Φάνης. Και τι έχουν να ζηλέψουν από μένα, το στάβλο ή τα ζώα, τη φτωχή μας πολυτέλεια ή τα ανύπαρκτα στολίδια;
- Ακριβώς αυτά έχουν να ζηλέψουν, του είπε γελώντας με τις φωνές που έβαλε.
- Καιρός είναι να μού πεις πως όλοι αυτοί θα ψάχνουν τέτοιες μέρες μια στάνη για να κάνουνε Χριστούγεννα;
- Αν πράγματι ψάχνουνε να βρούνε το μικρό Χριστό, μια στάνη σαν την δική μας θα πρέπει να ψάχνουνε, κι όχι,... μα το λόγο της δεν πρόλαβε να τον τελειώσει, γιατί πετάχτηκε ο Φάνης και τη ρώτησε με λαχτάρα...
- Πες μου, μάνα, έχεις κατεβεί εσύ στην πολιτεία τέτοιες γιορτινές μέρες.
- Είχα κατέβει μια φορά με τον πατέρα σου, όταν ήμασταν νιόπαντροι, στην πόλη. Μιλιούνια ο κόσμος στους δρόμους, στα μαγαζί στα καφενεία, στις ταβέρνες Κρατούσα νερά το χέρι του πατέρα σου, γιατί φοβόμουνα μη πα, χαθώ μέσα σ αυτό τον κόσμο.
-Είναι αλήθεια πως τέτοιες μέρες στολίζουν τα σπίτια, τους δρόμους, τα μαγαζιά με χιλιάδες μικρά φωτάκια; Πως στολίζουν μεγάλα και μικρά έλατα που τα πουλούν στους δρόμους με πολύχρωμα αγγελάκια και πως τα τυλίγουνε γύρω-γύρω με φωτάκια που αναβοσβήνουν ρυθμικά; ρώτησε ο Φάνης και σπίθισαν λάμψεις στα μάτια του.
- Αλήθεια είναι, του απάντησε η μάνα, και γεμίζοντας το μεγάλο το τσουκάλι με νερά το έβαλε πάνω στη φωτιά για να πάρει βράση. Μα που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά; τού είπε γελώντας.
- Μάς τα διάβασε σ' ένα παραμύθι η δασκάλα μας μια μέρα, πριν κλείσουν τα σχολεία. Η δασκάλα μας γεννήθηκε στην πόλη και κάθε χρόνο μάς είπε πως στολίζει Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το γεμίζει μικρά-μικρά φωτάκια και το βάζει να στέκει δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Αν είχαμε ρεύμα κι εμείς στη στάνη, να, εδώ θα το 'βαζα το φωτισμένο έλατο, είπε ο Φάνης και με ένα πήδημα βρέθηκε δίπλα στο μικρό παράθυρο και τράβηξε στο πλάι το λευκό κουρτινάκι. Και με τα λεφτά που έχω μαζέψει θ' αγόραζα χιλιάδες φωτάκια και θα στόλιζα ολόκληρο το σπίτι. Ως και τη στάνη θα στόλιζα.
- Ας μάς βάλουνε πρώτα το ρεύμα και μετά βλέπουμε, είπε αφηρημένα η μάνα.
- Όχι, όχι, τι θα πει «μετά βλέπουμε»; Εγώ θα τη στολίσω όλη τη στάνη, όταν έρθει το ρεύμα. Έτσι θα μπορέσει να μάς δει και η γιαγιά από εκεί πάνω και να χαρεί. Τι λες, μάνα, δε θ' αρέσουν στη γιαγιά τα φωτάκια;
- Σίγουρα θα της αρέσουν, είπε η μάνα του και χάθηκε στο δίπλα δωμάτιο.
Όταν ξαναφάνηκε στην πόρτα, κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο ξύλινο δίσκο. Ήλθε και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι λέγοντας...
- Και του χρόνου, και του χρόνου.
- Πότε ζύμωσες Χριστόψωμο; είπε με λαχτάρα ο Φάνης και σβήνοντας με μιας τα λαμπιόνια των ονείρων του έτρεξε στο τραπέζι.
- Κοίταξε το τώρα καλά και πες μου τι τού λείπει, τον ρώτησε με καμάρι η μάνα.
- Τι να του λείπει; ψιθύρισε μαγεμένος ο Φάνης. Εδώ πάνω είναι κεντημένα όλα τα καλά της γης και τ' ουρανού. Και δέντρα έχει και πουλιά, λουλούδια κι άστρα, ανθρώπους και ζώα, τον ήλιο και το φεγγάρι. Όλα τα έχει πάνω του· τίποτε δεν του λείπει. Ίδιο, όπως το κάνε και η γιαγιά, για να μη σου πω πως είναι και καλύτερο.
- Έχω όμως κάνει και κάτι ακόμη για σένα, είπε η μάνα κι αφήνοντας το Χριστόψωμο στο τραπέζι έφερε από το διπλανό δωμάτιο ένα ταψάκι σκεπασμένο με μια λευκή πετσέτα.
Το κράτησε μπροστά στο Φάνη κι εκείνος τράβηξε με μιας το κάλυμμα. Τότε είδε στο ταψί δυο αφράτα ζυμαρένια προβατάκια, ένα στρουμπουλό φασκιωμένο μωρό ίδιο με το μικρό Χριστό κι έναν ολόλευκο Άγγελο με δυο μεγάλα φτερά.
- Πώς τα έφτιαξες όλα αυτά, είπε θαμπωμένο το παιδί.
- Όταν ψηθούν, θα τα βάλουμε πάνω στο τζάκι για στολίδια, είπε η μάνα. Εμπρός όμως, πάμε τώρα έξω να με βοηθήσεις να τα ρίξουμε στον φούρνο.
Βγήκανε οι δυο τους από το σπίτι. Πρώτος ο Φάνης πηδώντας πάνω από τον Πιστό κι έπειτα η μάνα μουρμουρίζοντας...
- Βρε, μπελά που βρήκαμε μ' αυτό το σκυλί.
Εμείς το πήραμε για τσοπανόσκυλο κι αυτό, με τα χάδια που του κάνεις, κατάντησε σκυλάκι του καναπέ.
Ο Πιστός, χωρίς να δώσει καμιά σημασία ατις γκρίνιες της, τούς ακολούθησε κουνώντας χαρούμενος την ουρά του και πήγε και στάθηκε δίπλα στο Φάνη που κρατούσε το Χριστόψωμο μέχρι η μάνα του να καθαρίσει από τα ξύλα τον πυρωμένο φούρνο.
- Ξέρεις μάνα, είπε με σκυμμένο το κεφάλι ο Φάνης, όταν έμπαιναν ξανά στο σπίτι. Φοβόμουνα πως φέτος θα είναι αλλιώτικα τα Χριστούγεννα, χωρίς τη γιαγιά να κάνει όλες αυτές τις ετοιμασίες της γιορτής.
- Μα και μόνο που δεν είναι εδώ η γιαγιά, τα Χριστούγεννα τούτη τη χρονιά θα είναι αλλιώτικα. Όσο για τις ετοιμασίες, αυτές δεν ξέρουν από αναβολές. Τι κι αν λείπει φέτος η γιαγιά σου η Μηλιά; Τι κι αν λείψω κι εγώ σε λίγα χρόνια; Αυτά θα πει πως το σπίτι θα μείνει χωρίς Χριστόψωμο και δίπλες; Είπε, κοιτάζοντας πονηρά το Φάνη, και ξεστρώνοντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι έφερε από το ντουλάπι μια μικρή πάνινη σακούλα αλεύρι.
- θα κάνουμε και δίπλες; φώναξε με ενθουσιασμό το παιδί.
- Δίπλες τραγανές μελάτες με κανέλλα μυρωδάτες και καρύδι πασπαλάτες, είπε εκείνη γελώντας. Ό,τι όμως κι αν κάνουμε, το κάνουμε για το Χριστό κι όχι για μάς. Πώς θα τιμήσουμε αλλιώς την αυριανή γιορτή; Κι ο Χριστός, να ξέρεις, καρτεράει απ' όλους μας να κάνουμε κάτι γι' αυτή την Άγια μέρα που θα ξημερώσει.
- Τότε έχουμε ένα σωρό δουλειές, είπε ο Φάνης με ενθουσιασμό και πρέπει να κάνουμε γρήγορα για να τα προλάβουμε όλα.
Έτσι κι έγινε. Δίχως να το καταλάβουν, ζυμώθηκαν και χρυσοψήθηκαν οι δίπλες στο τηγάνι. Μελώθηκαν και πασπαλίστηκαν με κανέλλα και ψιλοκοπανισμένο καρύδι. Άνοιξαν τα μπαούλα και βγήκαν οι φλοκάτες οι γιορτινές, στρώθηκαν τα υφαντά πλουμιστά στρωσίδια στο πάτωμα. Βγάλανε το Χριστόψωμο από το φούρνο και μοσχοβόλησε το σπίτι. Κουβάλησαν δίπλα στο τζάκι το Χριστόξυλο, ένα μεγάλο κούτσουρο που από το καλοκαίρι ακόμη το είχανε ετοιμάσει γι' αυτή τη νύχτα. Θα το έριχναν αργά το βράδυ στο τζάκι και θα σιγόκαιγε ως το πρωί για να ζεσταίνει, καθώς πίστευαν οι τσομπάνηδες, τούτη την κρύα νύχτα την Παναγιά με το μωρό. Πήγανε και στο κοτέτσι και πιάσανε μιαν αφράτη παρδαλή πουλάδα και τη βάλανε στο τσουκάλι να σιγοβράσει για να γίνει μια νόστιμη σούπα για την αυριανή γιορτή.
- Φάρμακο η κοτόσουπα μετά τη νηστεία, έλεγε πάντα η γιαγιά σου η Μηλιά, είπε γελώντας η μάνα την ώρα που ξεπουπούλιαζαν την κότα.
- Και που να το ήξερε η καημένη η κυρά κοκό πως θα γίνει φάρμακο, είπε ο Φάνης και βάλανε οι δυο τους τα γέλια.
Είπανε κι άλλα πολλά τις ώρες ετούτες που έκαναν τις ετοιμασίες. Μα εκείνο που τους έκανε να γελάσουν με την ψυχή τους ήτανε εκείνες οι αστείες ιστορίες που λέγανε στο χωριό τέτοιες μέρες για τους καλικάντζαρους και τις ζαβολιές τους, για τα παθήματα και τις σκανταλιές τους.
Έτσι πέρασε η ώρα με διηγήσεις και με γέλια κι έφτασε απόγευμα, δίχως να το καταλάβουν.
- Τέσσερις η ώρα, είπε κάποια στιγμή η μάνα. Για να μη φανεί καθόλου ο πατέρας σου κατά δω, φοβάμαι πως θα 'χει γεννητούρια. Καλό θα ήτανε να πάω να τον βοηθήσω λιγάκι.
- Θα έρθω κι εγώ, μάνα, είπε πρόθυμα το παιδί.
- Ξέρεις Φάνη τι δεν προλάβαμε σήμερα να κάνουμε, τού είπε τότε εκείνη. Δεν ασπρίσαμε λίγο το προσκυνητάρι του Άϊ-Γιώργη πάνω στο βράχο της Αγνανταριάς και ξέρεις πόσο η γιαγιά σου φρόντιζε εκείνο το προσκυνητάρι.
- Αλήθεια, ψιθύρισε σκεπτικός ο Φάνης. Το προσκυνητάρι το ξεχάσαμε. Η γιαγιά το άσπριζε μέρες πριν από τη γιορτή.
- Αυτή ήτανε η πρώτη ετοιμασία της γιαγιάς για τα Χριστούγεννα, είπε η μάνα. Το άσπρισμα του Αϊ-Γιώργη. Βλέπεις, εκκλησιά εδώ στην ερημιά δεν έχουμε. Το χωριά είναι δυο ώρες δρόμος, με τα μουλάρια, το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη άλλο τόσο από την άλλη μεριά του βουνού κι έτσι μονάχα τούτο είχε για παρηγοριά.
- Κι εγώ το ξέχασα ολότελα, είπε παρμένο το παιδί από τις θύμησες που είχε λησμονήσει και που άρχισαν να ζωντανεύουν σιγά-σιγά μπρος στα μάτια του.
-Σηκωνόμασταν με τη γιαγιά, πριν ξημερώσει, συνέχισε να λέει. Μ' έντυνε με του τζακιού το φως. Ύστερα έπαιρνε ένα μπουκάλι λάδι, γέμιζε καρβουνάκια το θυμιατό, έπαιρνε σπίρτα και λιβάνι κι αθόρυβα βγαίναμε από το σπίτι για να μη σας ξυπνήσουμε. Όταν φτάναμε στο προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη στο βράχο της Αγνανταριάς, ήτανε η ώρα που χτυπούσαν στ' απέναντι χωριά οι καμπάνες. Κι ο αγέρας έφερνε τον ήχο ως τ' αυτιά μας. Καμπάνες χαρμόσυνες απ' το Μεγαλοχώρι. την Κερασιά, το Φωτεινό, τη Βίγλα, την Κρυοπηγή. Κάναμε τον σταυρό μας άναβε η γιαγιά το καντηλάκι, θύμιαζε την εικόνα, σιγόψελνε λιγάκι και ύστερα γυρίζαμε πάλι στο σπίτι.
- Από μικρό κορίτσι πήγαινε η γιαγιά σου τη νύχτα των Χριστουγέννων κι άναβε το καντήλι του Αϊ-Γιώργη, είπε η μάνα.
- Εσύ μάνα δεν ήλθες ποτέ μαζί μαζί της είπε το παιδί.
- Ετούτο ήτανε κάτι που το έκανε πάντα η γιαγιά σου. Αν μπορούσαμε να πάμε σ' εκκλησιά για να λειτουργηθούμε, αυτό το βράδυ όλοι μας θα πηγαίναμε. Το προσκυνητάρι όμως δεν είναι κι εκκλησιά.
- Να πάω εγώ, μάνα, απόψε ν' ανάψω το καντήλι του Αϊ-Γιώργη; είπε με λαχτάρα το παιδί.
- Πάρε τώρα τη λεκάνη με τον ασβέστη και τη βούρτσα και πήγαινε ν ασπρίσεις το προσκυνητάρι. Άναψε, αν θέλεις, και το καντήλι. Εγώ πρέπει να πάω στον πατέρα σου. Τον έχω αφήσει μόνο του σήμερα.
- Εντάξει, τώρα θα πάω να το ασπρίσω, να πάω όμως και το βράδυ, την ώρα που χτυπούνε οι καμπάνες, ν' ανάψω το καντηλάκι; Ρώτησε πάλι το παιδί.
- Άσπρισε το τώρα κι άμα ξυπνήσεις το βράδυ πας και για το καντήλι, είπε βιαστικά η μάνα και ρίχνοντας στους ώμους το σάλι της χάθηκε στους ίσκιους του μονοπατιού.
Ο Φάνης δεν μπήκε καθόλου στο σπίτι, παρά πήγε στη μικρή τους αποθήκη, πήρε τη λεκάνη με τον ασβέστη και τη χοντρή τη βούρτσα και παρέα με τον Πιστό κίνησε για την Αγνανταριά που ήτανε το προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη.
Ο δρόμος δεν ήτανε πολύς ως το προσκυνητάρι. Πετώντας ανέβηκε ο Φάνης τον ανήφορο ως εκεί κι ας είχε στα χέρια του τόσο βάρο. Σαν έφτασε, έκαμε το σταυρό του, έβγαλε από μέσα την εικόνα τοῦ Άϊ-Γιώργη, τη φίλησε και ύστερα την ακούμπησε πάνω στα κλαδιά ενός θάμνου. Πήρε τη βούρτσα, τη βούτηξε στον ασβέστη, κι άσπρισε όλο το προσκυνητάρι, μέσα κι ἔξω. Άσπρισε ακόμη κι ἕνα βράχο που έστεκε πλάι του. Ύστερα στάθηκε να το καμαρώσει και του φάνηκε πως έλαμπε, χιονάτο περιστέρι, έτσι που λούφαζε μέσα στις κουμαριές και το έλουζε το στερνά του ήλιου το φως.
Σαν γύρισε στο σπίτι ο Φάνης, έριξε μερικά ξύλα στο τζάκι, πήρε τα ζυμαρένια προβατάκια στα χέρια του, ξάπλωσε μπροστά στη φωτιά πάνω στη φλοκάτη και παίζοντας μονάχος περίμενε τη μάνα και τον πατέρα του να γυρίσουν.
Η κούραση όμως μα κι εκείνη η γλυκιά ζεστή αγκάλη του τζακιού νανούρισαν το Φάνη και το παιδί γλυκοκοιμήθηκε για ώρες.
Όταν ξύπνησε, ήτανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Φορούσε ακόμη τα ρούχα της ημέρας. Καθώς φαίνεται, τα παπούτσια μόνο τού είχανε βγάλει και τον ακούμπησαν στο κρεβάτι η μάνα του και ο πατέρας.
Ο Φάνης, σαν άνοιξε τα μάτια, έψαξε να δει πού βρίσκονταν του ρολογιού οι δείχτες. Δεν μπόρεσε όμως από τόσο μακριά να δει· γι' αυτό σηκώθηκε, πήρε στα χέρια του το ρολόι, πλησίασε στη φλόγα του τζακιού που έκαιγε το Χριστόξυλο και διάβασε ψιθυριστά την ώρα.
- Τέσσερις και τέταρτο, είπε. Πρέπει να βιαστώ. Ν' ανάψω το καντήλι του Αϊ-Γιώργη. Σε λίγο θα σημάνουν και οι καμπάνες. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, πλησίασε έξω από το δωμάτιο των γονιών του και κρυφοκοίταξε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Μονάχα τις ανάσες τους άκουσε να μπερδεύονται ρυθμικά μεταξύ τους.
Ο Φάνης γύρισε πάλι κοντά στο κρεβάτι του. Φόρεσε βιαστικά τις γαλότσες και το παλτό του. Ύστερα πήρε το μπουκάλι με το λάδι που φύλαγαν πάντα στο εικονοστάσι και το στρίμωξε μέσα στην τσέπη του παλτού του, γέμισε, το θυμιατήρι καρβουνάκια από το τζάκι, πήρε στην άλλη του τσέπη το λιβάνι και τα σπίρτα. Όταν σιγουρεύτηκε για όλα, άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα.
Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του έξω από το σπίτι κι ένιωσε τον Πιστό να τρίβεται στο παντελόνι του.
- Σσσσσσς. τσιμουδιά, είπε στον Πιστό, κολλώντας το δάχτυλό του στη μύτη. Πάμε να φύγουμε ήσυχα. Κρίμα να τους ξυπνήσουμε. Σαν κλέφτες, το 'σκασαν οι δυο τους και γρήγορα βρέθηκαν μακριά από το σπίτι, πάνω στο ανηφορικό το μονοπάτι που πήγαινε στης Αγνανταριάς το βράχο.
Η νύχτα ήτανε ξάστερη κι ένα ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε τον τόπο γύρω, λες και ήτανε μέρα. Ο αέρας κατέβαινε θυμωμένος από το λόφο και, σαν τους αντάμωνε, πάγωνε τις μύτες και τα χνώτα τους. Το δάσος σκοτεινό, γεμάτο ίσκιους και παράξενες βοές έσκυβε χαμηλά, παλεύοντας ν' αγγίξει με τα κλαδιά του τα κεφάλια τους.
Ο Πιστός κάποια στιγμή γρύλισε δείχνοντας τα δόντια του και στάθηκε για λίγο στον τόπο.
- Τι έγινε, φίλε, του είπε γελώντας ο Φάνης. Δεν πιστεύω να φοβάσαι τους καλικάντζαρους και πιάνοντας τον από το λαιμό τον τράβηξε μαζί του.
Κόντευαν όμως να φτάσουν στην κορυφή της Αγνανταριάς, όταν ο Πιστός κάθισε κάτω στο χώμα ήσυχα και με τα μπροστινά του πόδια αγκάλιασε τη μουσούδα του.
- Τι είναι, τι έπαθες πάλι φοβητσιάρη μου; Του είπε το παιδί κι έσκυψε δίπλα του να το παρηγορήσει. Έλα, σήκω και φτάσαμε. Δυο βήματα είναι ακόμη ως το προσκυνητάρι. Τί έπαθες; Κουράστηκες;
Το σκυλί όμως δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του.
- Καλά, όπως θέλεις, του είπε τότε ο Φάνης. Μείνε εσύ εδώ. Εγώ θ' ανάψω το καντήλι κι έρχομαι.
Το παιδί προχώρησε για λίγο μόνο του και δεν άργησε να δει το προσκυνητάρι.. Εκεί ὀμως που το αγνάντεψε από μακριά, του φάνηκε πως κάποιος ήτανε εκεί. Παραξενεύτηκε, και σταμάτησε για να δει καλύτερα. Οι σκιές του δάσους που κρύβονταν και φανερώνονταν συνεχώς μπροστά του τον έκαναν για να πιστέψει πως κάποιο καινούριο παιχνίδι τού παίξανε, γι' αυτό και προχώρησε ξανά άφοβα. Η απόσταση όμως συνεχώς μίκραινε κι όλο και ξεχώριζαν καλύτερα τα μάτια του το μικρό προσκυνητάρι· ξεκαθάριζαν των δέντρων οι ίσκιοι που πέφτανε πάνω του, μα κι εκείνη η φιγούρα που έστεκε ανάμεσα τους καθάρια πια φανερώθηκε.
Ο Φάνης, αλαφροπατώντας, πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε. Σε λίγο σιγουρεύτηκε πως δε γελάστηκε και πως πράγματι κάποιος ήτανε στο προσκυνητάρι του Αϊ-Γιώργη.
Αθόρυβα κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο και προσπαθούσε να διακρίνει ποιος ήτανε αυτός που προσεκτικά τακτοποιούσε το εικονοστάσι. Τον είδε να παίρνει το σβησμένο καντηλάκι στα χέρια του κι ευθύς μια φλόγα να ξεπετιέται κι ένα γλυκό φως να χύνεται τριγύρω. Άστραψε ο τόπος όλος κι ο Φάνης έμεινε βουβός να κοιτάζει εκείνη τη σκιά που, σαν έπεσε πάνω της το φως του καντηλιού, φανερώθηκε. Και είδε τότε, εκεί, μπροστά του, έναν Άγγελο ολόλαμπρο, με δυο λευκά φτερά, που θρόιζαν γλυκά σε κάθε του κίνηση, ν' αφήνει το αναμμένο καντήλι στη θέση του και ύστερα αργά να κλείνει το διάφανο πορτάκι.
- Σκέφτηκα, πως δε θα ερχότανε κανείς ν' ανάψει απόψε το καντήλι, τώρα που έφυγε η Θεια-Μηλιά, είπε ο Αγγελος, δίχως να γυρίσει την πλάτη του.
Ο Φάνης άκουσε καθαρά την φωνή. Τόσο καθαρά σαν να ήτανε δίπλα του, μα δεν κινήθηκε από τη θέση που ήταν κρυμμένος.
- Χαίρομαι όμως, που ήρθες εσύ, Φάνη, να το ανάψεις, είπε ο Αγγελος και φανερώνοντας αργά το πρόσωπο του, χαμογέλασε.
Ο Φάνης, καταλαβαίνοντας πως άσκοπα κρυβόταν, έκαμε δυο μικρά βήματα στο πλάι και βγήκε απ' την κρυψώνα του.
- Ποιος είσαι; τον ρώτησε ξέπνοα, σχεδόν ψιθυριστά με τρεμάμενη φωνή.
- Οι άνθρωποι τη Νύχτα των Χριστουγέννων στολίζουνε τη γη με χιλιάδες μικρά πολύχρωμα λαμπάκια, του απάντησε μιλώντας αργά και καθαρά. Μα αυτό το φως, το δικό σας φως, δεν φτάνει εκεί ψηλά στον ουρανό. Κανείς από μάς δεν το βλέπει. Κανείς μας δεν το χαίρεται. Κι έτσι για τα δικά μας μάτια αστόλιστος φαίνεται ο κόσμος μια τέτοια νύχτα.
- Αστόλιστος! Όπως και η στάνη μας, σκέφτηκε ο Φάνης, μα φοβισμένα τούτες τις λέξεις δε φανέρωσε.
Ο Αγγελος τον κοίταξε γλυκά βυθίζοντας το βλέμμα του στα μάτια του παιδιού.
- Και πώς πρέπει να στολίσουμε τον κόσμο, ρώτησε εκείνο ντροπαλά έχοντας στο νου του τ' αστόλιστο δικό του σπίτι.
- Με το Άγιο φως των καντηλιών, του απάντησε ο Άγγελος γελώντας. Αυτό το φως φτάνει σε μάς εκεί ψηλά. Διάφανο, λαμπερό στολίδι. Κι απόψε που είναι Χριστούγεννα κανένα καντηλάκι σε κανένα εικονοστάσι δε θα πρέπει να μένει σβηστό. Γι' αυτό κι εγώ, περνώ κι ανάβω τα καντήλια σε όσα εξωκλήσια ή προσκυνητάρια μένουν αυτή τη νύχτα σβηστά. Μα τώρα εδώ, δε θα ξανάρθω, αφού εσύ πια θα ανάβεις του Αϊ-Γιωργιού το καντηλάκι. Θα το πω και στη θεια Μηλιά να ησυχάσει, που είχε την έγνοια του!

Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν - Τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα







Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια. Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα. Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή. Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της. Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει. Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη. Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε. Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν. Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.