music

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Ο τυχερός ψαράς






Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι΄αυτό πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.
Έχει ένα καλυβάκι στην παραλία και κατεβαίνει μες τη νύχτα με τα δίχτυα στον ώμο. Με τα πόδια γυμνά και τα δίχτυα μισοαπλωμένα, μπαίνει στη θάλασσα.
Αυτή τη νύχτα, για την οποία μας μιλάει η ιστορία, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας. Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μια σακούλα.
Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει : ''Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία.'' Και αμέσως διορθώνει : ''Στη δική μου παραλία.''
''Κι εγώ, έτσι απρόσεκτος που είμαι, κάθε φορά που θα μπαίνω στο νερό, θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες….'' 
Αφήνει λοιπόν κάτω τα δίχτυα, σκύβει, πιάνει τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό. Την αφήνει στην ακροθαλασσιά, και ξαναμπαίνει με τα δίχτυα στο νερό. Είναι θεοσκότεινα…΄Ισως γι΄αυτό, όπως βγαίνει πάλι από τη θάλασσα, πάλι σκοντάφτει πάνω στη σακκούλα που είναι τώρα έξω, στην παραλία.
Ο ψαράς σκέφτεται :''Δεν είμαι στα καλά μου''. Βγάζει λοιπόν το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. Έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες.
Ο ψαράς ξανασκέφτεται ''μα ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος που τυλίγει πέτρες και τις πετάει στο νερό…'' Ενστικτωδώς, παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει στη θάλασσα. Μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ! Βάζει το χέρι του στη σακούλα, παίρνει άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό. Ακούει ξανά το πλουπ!
Αυτή την πετάει από την άλλη μεριά, πλαφ! Μετά, αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ -πλουπ! Ύστερα προσπαθεί να τις ρίξει πιο μακριά, και με γυρισμένη την πλάτη, και με όλη του τη δύναμη, πλουπ – πλαφ!….
Διασκεδάζει…ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει το χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει…πότε με δύο, πότε με μία, και με κλειστά μάτια τώρα, και με τρεις μαζί…και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος.
Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα.
Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά από τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία κι εχει ήδη βγει ο ήλιος.
Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να την πετάξει με όλη του τη δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει την προσοχή.
Ο ψαράς συγκρατεί την παρόρμηση να πετάξει την πέτρα και την κοιτάζει προσεκτικά. Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη βρομιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς λες κι είναι μήλο πάνω στα ρούχα του, και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ. Έκπληκτος, τη χτυπάει ελαφρά και αντιλαμβάνεται ότι είναι από μέταλλο. 
Αρχίζει τότε να την τρίβει και να την καθαρίζει με άμμο και με το πουκάμισό του, και συνειδητοποιεί πως η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι. Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει, όμως, μόλις σκέφτεται ότι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα. Και σκέφτεται: “Τι χαζός που ήμουνα!
Είχε στα χέρια του μια σακούλα γεμάτη πέτρες από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό…Αρχίζει τότε να οδύρεται, να κλαίει και να θρηνεί…να λυπάται για τις χαμένες πέτρες…Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχυσμένος άνθρωπος…είναι τρελλός, είναι ηλίθιος…
Μετά σκέφτεται…Αν έμπαινε στη θάλασσα, αν κατάφερνε να βρει μια στολή δύτη και βούταγε στα βαθιά, αν ήταν μέρα, αν είχε τον εξοπλισμό που έχουν οι δύτες για να ψάξει…Κι όλο κλαίει γοερά και οδύρεται….
Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.
Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα…συνειδητοποιεί πως ο ήλιος θα μπορούσε να είχε αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη, ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.
Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει έναν θησαυρό, κι ότι ο θησαυρός αυτός είναι από μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος.
Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμα στα χέρια του....!
 Πηγή : lovepeaceangelhapiness.blogspot.gr

Η Δροσοσταλίδα






Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή ψιχάλα. Μια τό...οοσο δα μικρή δροσοσταλίδα. Δεν είχε ηλικία γιατί έτσι κι αλλιώς οι δροσοσταλίδες δεν έχουν ηλικία, είναι αιώνιες!

Σπίτι μου είναι τα σύννεφα, τα ποτάμια, οι λίμνες, η θάλασσα, έλεγε και ξανάλεγε με περηφάνια χορεύοντας πάνω σ’ ένα μικρό κατάλευκο σύννεφο.

Κάποια μέρα την είδε ένας αετός καθώς περνούσε από κει, να χορεύει χαρούμενη και της χαμογέλασε.

Η δροσοσταλίδα σταμάτησε το χορό της και πλησιάζοντας στην άκρη του συννέφου τον ρώτησε διστακτικά.






-”Μήπως ξέρεις τ’ όνομά μου;”

-”Όχι”, απάντησε ο αετός και μ’ ένα δυνατό τίναγμα των φτερών του απομακρύνθηκε συνεχίζοντας την πορεία του στον ουρανό.

Μετά από λίγο φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και πήρε το σύννεφο μακρυά, στέλνοντας το στη χώρα της Βροχής.

Μόλις έφτασαν εκεί η δροσοσταλίδα είδε τις αδελφές της να αφήνουν τα χέρια τους από το σύννεφο και να πέφτουν με γέλια και φωνές προς τη γη. Μια και δυο έκανε κι αυτή το ίδιο. Άφησε τα χέρια της από το σύννεφο κι άρχισε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει… ώσπου ανταμώθηκε με το ποτάμι.

Σκαρφάλωσε σ’ ένα ξεραμένο φύλλο που ταξίδευε στην επιφάνεια του νερού και άρχισε πάλι να χορεύει…




Ξάφνου σταματάει το χορό της και σοβαρή σοβαρή ρωτάει το ξεραμένο φύλλο.

-”Μήπως ξέρεις τ’ όνομά μου;”

-”Όχι”, αποκρίθηκε εκείνο τρέχοντας πάνω στα διάφανα νερά του ποταμού.

Μετά από το μεγάλο ταξίδι της στο ποτάμι, η δροσοσταλίδα έφτασε στη θάλασσα.

Τώρα είχε γαντζωθεί πάνω σ’ ένα άδειο μπουκάλι που επέπλεε πάνω στα κύματα, και χόρευε κι αυτό μαζί της.

-”Μήπως ξέρεις πως με λένε;” ρώτησε κάποια στιγμή λυπημένη η δροσοσταλίδα.





  -”Όχι”, απαντάει το μπουκάλι, “μα σίγουρα θα ξέρει ο αφρός των κυμάτων!” . Όταν έφτασαν στην κορυφή ενός τεράστιου κύματος η δροσοσταλίδα είπε με τρεμάμενη φωνή στον αφρό.

-”Μου είπε το μπουκάλι ότι εσύ θα ξέρεις το όνομά μου. Είναι αλήθεια ; Το ξέρεις;”

-”Όχι”, είπε ο αφρός των κυμάτων καθώς άσπριζε ολοένα και πιο πολύ τη θάλασσα….

Κουρασμένη η δροσοσταλίδα από τους χορούς και τα ταξίδια αποκοιμήθηκε επάνω στο μαλακό φελλό του μπουκαλιού…

Το πρωί που ξύπνησε ήταν πάλι στο σπίτι της, στο σύννεφο, (γιατί όταν κοιμούνται οι δροσοσταλίδες και ονειρεύονται, ελαφραίνουν και πετούν προς τον ουρανό).

Τεντώθηκε λοιπόν και όπως το ‘χε συνήθεια έριξε μια ματιά κάτω προς τη γη. Και τι να δει!

Από κάτω ακριβώς βρισκόταν ένας πανέμορφος κήπος, με χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια. Μαργαρίτες, τριανταφυλλιές, ορτανσίες…




Η δροσοσταλίδα σάστισε από την ομορφιά του κήπου και αποφάσισε να τον επισκεφτεί. Άφησε λοιπόν τα χέρια της από το σύννεφο και άρχισε να ταξιδεύει προς τον κήπο….

Προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα καταπράσινο φυλλαράκι γιασεμιού και άρχισε να κυλάει σαν δάκρυ προς την άκρη του.

Το φυλλαράκι ένιωσε την δροσοσταλίδα πάνω του και χάρηκε πολύ.

-”Σ’ ευχαριστώ για τη δροσιά που μου έδωσες”, είπε ,”πες μου τι θες να κάνω κι εγώ για σένα;”

-”Το όνομά μου”, είπε. “Θα ‘θελα να μάθω το όνομά μου!”

-”Δυστυχώς δεν το ξέρω”, αποκρίθηκε το φυλλαράκι καθώς έβλεπε τη δροσοσταλίδα να πηδά προς τα κάτω…

Για καλή της τύχη η δροσοσταλίδα έπεσε πάνω στην πλάτη μιας πασχαλίτσας.




Και όχι όποιας κι όποιας μα της πιο σοφής του κήπου.

-”Τι έχεις και είσαι λυπημένη;” ρώτησε η πασχαλίτσα.

-”Θέλω να μάθω το όνομά μου”, είπε η δροσοσταλίδα μελαγχολικά.

“-Αιώνες τώρα χορεύω στα σύννεφα, στα ποτάμια, στις λίμνες, στις θάλασσες…και όποιον συναντώ τον ρωτώ πως με λένε, μα κανείς δεν ξέρει. Μήπως ξέρεις εσύ;”

-”Όχι”, απάντησε η σοφή πασχαλίτσα, “αλλά θα σε πάω σε κάποιον που σίγουρα ξέρει!”




Μια και δυο ξεκίνησαν και μετά από λίγο έφτασαν σ’ ένα σπόρο φραουλιάς που λιαζόταν ξαπλωμένος τεμπέλικα στο χώμα.

Η πασχαλίτσα άφησε τη δροσοσταλίδα πάνω στο σπόρο και φεύγοντας είπε χαμογελώντας.

-”Να αυτός ξέρει το όνομά σου”.

Έκπληκτη η δροσοσταλίδα ρώτησε τον σπόρο της φραουλιάς.

-”Αλήθεια; Αλήθεια εσύ ξέρεις το όνομά μου;”

-”Ναι, το ξέρω” απάντησε ο σπόρος μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, “το ξέρω”.

-”Σε λένε ΖΩΗ και σε περίμενα…” της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά…  



Πού βρίσκεται η ομορφιά;


Κοντά στην παραλία,δίπλα σε ένα βράχο,ο Κάβουρας και ο αστακός συζητούσαν και προσπαθούσε ο ένας να πέισει τον άλλο για το ποιος είναι πιο έξυπνος,ποιος έχει τα περισσότερα ταλέντα,ποιος έχει περισσότερη δύναμη.Ήταν φάνερο ότι ο καθένας έβλεπε τον εαυτό του τέλειο,τον θαύμαζε και τον καμάρωνε!
-Άντε να δεχτώ ότι είσαι πιο δυνατός,είπε ο κάβουρας,αλλά πιο έξυπνος είμαι εγώ!
-Ας υποχωρήσω ως προς τα ταλέντα αφού μπορείς και περπατάς τόσο παράξενα,αλλά πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι πιο έξυπνος είμαι εγώ!απάντησε ο αστακός.
-Αν ήσουν έξυπνος δεν θα με συναγωνιζόσουν σ'αυτό τον τομέα που είναι ξεκάθαρο ότι υπερτερώ.
-Μπερδεύεις την πονηριά με την εξυπνάδα!Πονηρός είσαι,μα έξυπνος δεν είσαι, τουλάχιστον όχι όσο εγώ.
Αυτά έλεγαν και η συζήτησή τους κρατούσε ώρα...τους άκουγαν τα άλλα πλάσματα του βυθού και στην αρχή γέλαγαν,μα μετά κουράστηκαν να τους ακούν.Ο αχινός,που ήταν κολλημένος στο βράχο,δεν άντεξε άλλο κι είπε:
-Τέτοια χαζή συζήτηση δυο έξυπνοι δεν μπορεί να κάνουν!Σταμάτηστε και βαρεθήκαμε να σας ακουμε.
Ο αστακός κι ο αχινός για μια στιγμή σάστισαν και σώπασαν.Ο αχινός τότε συνέχισε και τον ρώτησε μήπως θέλει να απαντήσουν στο πρόβλημά τους τα άλλα πλάσματα του βυθού.
-Για να δούμε εσύ τι νομίζεις,ποιος είναι ο πιο έξυπνος,ο κάβουρας ή εγώ,τον ρώτησε τότε ο αστακός κι ο αχινός αμέσως απάντησε:
-Εγώ ξέρω ότι ο πιο όμορφος είμαι εγώ.
-Εσύ;!!!Μα εσύ είσαι όλο αγκάθια!Ας γελάσουμε δυνατά!είπαν με ένα στόμα κι οι δυο.
-Είδατε που σας λέω ότι δεν είστε έξυπνοι.Μόλις σας είπα πού υπερτερώ εγώ, αμέσως σταματήσατε τον καυγά για την εξυπνάδα και αρχίσατε να αμφισβητείτε τη δική μου ομορφιά.Μα και βέβαια είμαι όμορφος.Καταρχήν δεν έχω τις δικές σας δαγκάνες ούτε και τις ποδάρες που'χετε εσείς.Είμαι ολοστρόγγυλος σαν μπαλίτσα και έχω αυτές τις υπέροχες μάυρες γυαλιστερές βελόνες.Ποιος μπορεί να συγκριθεί μαζί μου;Αν υπάρχει,ορίστε να το κάνει!
Ο αστακός και ο κάβουρας έβλεπαν ότι αυτή η αγκαθωτή μπάλα δεν μπορεί να ήταν ό,τι ωραιότερο έχει ο βυθός.Μα πάλι δεν είχαν επιχειρήματα να του προβάλλουν.
-Ε,αστακέ,ψιθύρισε ο κάβουρας,τώρα θέλω την εξυπνάδα σου,απάντησέ του αν μπορείς!
-Γιατί δεν απαντάς εσύ κάβουρά μου,που κάνεις τον εξυπνότερο όλων;
Δεν ήταν βέβαια ώρα να αρχίσουν τον καυγά και επιτέλους συμφώνησαν κι είπαν με ένα στόμα:
-Δεν μπορεί να είσαι εσύ η ομορφιά του βυθού!
-Γιατί;
-Γιατί αλλού πρέπει να βρίσκεται η ομορφιά.Αλήθεια που βρίσκεται η ομορφιά;
-Εγώ λέω να πάμε να ψάξουμε.Ξεκολλήστε με και ξεκινάμε...
Αστακός,κάβουρας και στην πλάτη  πότε του ενός και πότε του άλλου ο αχινός,

ξεκίνησαν λοιπόν και οι τρεις μαζί για το ταξίδι της αναζήτησης της ομορφιάς. Όπως διέσχιζαν το απέραντο γαλάζιο,πρώτα συνάντησαν μια θαλάσσια χελώνα,
-Να η ομορφιά,είπε ο αστακός.
-Πράγματι,είπε ο κάβουρας,δες πως κολυμπά.Τα πτερύγιά της είναι σα φτερά. Όπως κολυμπά μοιάζει να πετά.Αυτή είναι η ομορφιά.
-Σίγουρα είναι πανέμορφη,απάντησε ο αχινός,μα ας ψάξουμε κι άλλο,μπορεί να
βρούμε κρυμμένη περισσότερη ομορφιά.Μετά συνάντησαν ένα δελφίνι.
-Να η ομορφιά,είπε ο αστακός.
-Πράγματι,είπε ο κάβουρας,δες πως κολυμπά.Δέστε πως πηδάει στον αέρα,πως παίζει με το νερό.Κι ακούστε,τραγουδά!Αυτό είναι η ομορφιά.
-Σίγουρα είναι πανέμορφο,απάντησε ο αχινός,μα ας ψάξουμε κι άλλο,μπορεί να βρούμε κρυμμένη περισσότερη ομορφιά.Πήγαν στις παγωμένες θάλασσες και συνάντησαν μια φάλαινα.
-Να η ομορφιά,είπε ο αστακός.
-Πράγματι,είπε ο κάβουρας,δες είναι τεράστια.Μα είναι ευκίνητη.Πόσο όμορφα κουνά την ουρά της και κάνει παιχνίδια!Αυτή είναι ομορφιά.
-Σίγουρα είναι πανέμορφη,απάντησε ο αχινός,μα ας ψάξουμε κι άλλο,μπορεί να
βρούμε κρυμμένη περισσότερη ομορφιά.Πήγανε στα πολύ βαθιά,στην άβυσσο,
εκεί που δε φτάνουν οι αχτίνες του Ήλιου και συνάντησαν ένα φαναρόψαρο.
-Να η ομορφιά,είπε ο αστακός.
-Σίγουρα είναι πανέμορφο,απάντησε ο αχινός,μα ας ψάξουμε κι άλλο,μπορεί να βρούμε κρυμμένη περισσότερη ομορφιά.Πήγανε τότε και στα θερμά κλίματα με τη γαλάζια θάλασσα.Ανάμεσα στα πορτοκαλιά κοράλλια είδαν έναν πορτοκαλί ιππόκαμπο.
-Να η ομορφιά,είπε ο αστακός.
-Πράγματι,είπε ο κάβουρας,δείτε χρώματα,δείτε με τι χάρη πιάνεται με την ουρά του και μετακινείται σαν χορευτής.Αυτός είναι η ομορφιά.
-Σίγουρα είναι πανέμορφος,απάντησε ο αχινός,μα ας ψάξουμε κι άλλο,μπορεί να βρούμε κρυμμένη περισσότερη ομορφιά.
-Α!ως εδώ!Γυρίσαμε όλες τις θάλασσες κι όσο ψάχνουμε,θα βρίσκουμε όμορφα πλάσματα,φώναξε αγανακτισμένος ο αστακός.
-Ναι;ρώτησε ειρωνικά ο αχινός.
-Ναι,γιατί ΄πως καταλάβαμε η ομορφιά είναι παντού!Σε όλα τα πλάσματα.Και σε εμένα και σε εσένα και σε όσα συναντήσαμε.Σε όλα!
Αλήθεια;ξαναρώτησε ειρωνικά ο αχινός.
-Μας κοροιδεύεις;είπαν με μια φωνή αστακός και κάβουρας.
-Ναι,απάντησε γελώντας ο αχινός,γιατί ενώ είναι φανερό ότι η ομορφιά είναι παντού,εσείς την ψάχνατε!Έτσι,με κάνατε κι εμένα μια μεγάλη βόλτα!Τώρα ας ξανακολλήσω στο βράχο μου,κι εσείς συνεχίστε να ψάχνετε ποιος είναι ο πιο έξυπνος!
Αστακός και κάβουρας κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι.
-Τελικά και αυτός είναι έξυπνος.Όσο για εμάς,την πάθαμε σα χαζοί.
-Μήπως και η εξυπνάδα τελικά υπάρχει παντού;Ε,αχινέ εσύ τι λες....



Το Καλάμι & η Ελιά






Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμι.
Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά που
κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια,
έγερναν από το βάρος του καρπού.

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.

Η ελιά καυχιόταν ολοένα:

-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι
Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν
γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται,
τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή
και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σ' όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.
 
Το καημένο το καλάμι που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τα' άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος,
που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος την ξερίζωσε.
Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε,
προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει.
Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει,
η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε
πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.

Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν' αντισταθεί, ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της.



Ο Ερωτευμένος Άνεμος - Iνδιάνικο Παραμύθι






Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε
μια φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και
νέα κόρη που όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα.
Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός,
τον επισκέφτηκε ο Άνεμος και του είπε:
"Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη.
Θα μου τη δώσεις να γίνει γυναίκα μου;"
"Όχι", του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς
να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.
Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε
να μιλήσει στον πατέρα της,
"Πατέρα, αγαπάω τον Άνεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα του και να γίνω γυναίκα του;"
"Όχι", της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. "Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο Άνεμος ήταν παιδί, συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του."
Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε
σε ένα αδιαπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον Άνεμο.
"Ο Άνεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκόδασος, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα", σκέφτηκε δυνατά.
Όμως ο Άνεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη.
Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο Άνεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα
από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ' όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε
να βρει τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος.
Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως
ο αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακριά τους.
Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά.
Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και
την έκανε γυναίκα του.
Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας από τους δύο δε μπορούσε να σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους.
Τότε ο Άνεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του Άνεμου που τον άφησε αναίσθητο.
Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει. Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της
στο Μεγάλο-Νερό.
"Έλα μαζί μου," άρχισε να της φωνάζει με απελπισία.
Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα. Ο Άνεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της,
είχε ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.
Ο Άνεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη πάνω στο κανό. "Ας αναποδογυρίσει", σκέφτηκε. "Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα μου ασφαλή στην ξηρά." Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.
"Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου", φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα.
Μα δε θυμόταν πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο Άνεμος
δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.
Όταν ο Άνεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του,
γέμισε θλίψη και άρχισε να αγριεύει.
"Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα" έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στα αντισκηνά τους.
Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτοντας στο νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι στο φεγγάρι.
Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο,
όπως ήταν τη στιγμή που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.
Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη,
προσπαθώντας να βρει τον αγαπημένο της Άνεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος.
Ο Άνεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει ανάμεσα
στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται
να κοιτάξει ψηλά στο φεγγάρι...
βιβλίο της Florence Holbrook " The Book of Nature Myths", 1904
 
 


Τα Νερά που γιατρεύουν (παραμύθι των Ινδιάνων Iroquois)



Ο χειμώνας είχε έρθει παγωμένος και θλιβερός στο χωριό των Ινδιάνων, σέρνοντας μαζί του μια βαριά, θανατηφόρα αρρώστια. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν και τα μεγάλα ξύλινα σπίτια, που πριν ήταν γεμάτα από φωνές και γέλια, τώρα ήταν άδεια και σιωπηλά.
Έτσι σιωπηλό ήταν και το σπίτι του Νεκουμόντα, του νεαρού αρχηγού. Η αρρώστια είχε ρίξει στο στρώμα την αγαπημένη του γυναίκα, τη γλυκιά Σάνιουις. Ο Νεκουμόντα έβλεπε απελπισμένος τη ζωντάνια να φεύγει από το αδυνατισμένο πρόσωπό της χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει. Την είχε ταϊσει με τις πιο δυναμωτικές τροφές, της είχε δώσει να πιεί όλα τα θεραπευτικά βοτάνια που ήξερε, είχε απολυμάνει την καλύβα καίγοντας αρωματικά ξύλα και φυτά. Όμως τίποτα από αυτά δεν είχε αποτέλεσμα. Ένα πρωί, καθώς καθόταν θλιμμένος στο προσκεφάλι της σκέφτηκε:
«Το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να πάω να ψάξω το ιερό φυτό που έχει σπείρει στην πλαγιά του βουνού ο Μανιτού, το Μεγάλο Πνεύμα. Αυτή την εποχή βέβαια το φυτό θα είναι κρυμμένο κάτω από το χιόνι που έχει σκεπάσει την πλαγιά, αλλά θα το ψάξω σκάβοντας στο χιόνι. Πρέπει να το κάνω! Είναι η τελευταία μου ελπίδα!».
Μην έχοντας κανέναν να αφήσει κοντά στην Σάνιουις για να την φροντίζει, την σκέπασε με ζεστές γούνες, της έβαλε δίπλα της φαγητό και τη φίλησε τρυφερά, λέγοντάς της:
- Θα φύγω για λίγο. Θα πάω να ψάξω το ιερό φυτό του Μανιτού που θα σε γιατρέψει. Κάνε κουράγιο και περίμενέ με.
Η Σάνιουις τον κοίταξε χαμογελώντας λυπημένα:
- Το ιερό φυτό φυτρώνει την άνοιξη, του είπε. Τώρα δεν θα το βρεις!
- Εγώ θα προσπαθήσω και θα τα καταφέρω, απάντησε ο Νεκουμόντα, τη φίλησε και βγήκε από την καλύβα.
Περπάτησε όλη την ημέρα, ανέβηκε την πλαγιά, μπήκε στο μεγάλο δάσος σκάβοντας και ψάχνοντας για το φυτό μέσα στο χιόνι, αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Ένας μικρός λαγός πέρασε πηδώντας δίπλα του και ο Νεκουμόντα του φώναξε:
- Μικρέ μου φίλε, μήπως ξέρεις που φυτρώνει το ιερό φυτό του Μανιτού;
Αλλά ο λαγός δεν του απάντησε, μόνο χάθηκε πίσω από τους θάμνους. Λυπήθηκε το Νεκουμόντα και δεν ήθελε να του πει πως το φυτό δεν είχε φυτρώσει ακόμα.
Ο νέος πέρασε από τη σπηλιά μιας αρκούδας και τη ρώτησε:
- Καλή μου αρκούδα μήπως ξέρεις να μου πεις πού θα βρω το φυτό του Μανιτού;
Η αρκούδα όμως δεν του απάντησε γιατί κοιμόταν.
Ο Νεκουμόντα μπήκε πιο βαθιά στο δάσος και βρήκε το ελάφι. «Ο γοργοπόδαρος φίλος μου θα ξέρει καλύτερα, σκέφτηκε, αφού μπορεί και ταξιδεύει μακριά».
- Καλό μου ελάφι, πες μου πού φυτρώνει το φυτό του Μανιτού; το ρώτησε.
Το ελάφι όμως ήξερε πως η παγωνιά του χειμώνα δεν άφηνε το μικρό φυτό να βγάλει τα φυλλαράκια του πάνω από τη γη, και, για να μη στενοχωρήσει το Νεκουμόντα, δεν είπε τίποτα.
Πέρασαν τρεις ολόκληρες μέρες. Ο νέος ινδιάνος γύριζε από δω κι από κει ρωτώντας όσα ζώα και πουλιά συναντούσε στο δρόμο του αλλά κανένα δεν του απαντούσε επειδή δεν άντεχαν να του πουν τη σκληρή αλήθεια. Το τρίτο βράδι ο Νεκουμόντα κάθισε για λίγο πάνω στο χιόνι, κάτω από ένα δέντρο. Ήταν πολύ κουρασμένος, έτρεμε από το κρύο και πεινούσε επειδή τα τρόφιμα που είχε πάρει μαζί του είχαν τελειώσει. Αμέσως τον πήρε ο ύπνος.
Το ελάφι, που όλες αυτές τις μέρες παρακολουθούσε τις προσπάθειές του, έβγαλε την κραυγή του δάσους, ειδοποιώντας τα υπόλοιπα ζώα. Τότε πίσω από τους θάμνους, μέσα από τις κουφάλες των δέντρων, πάνω στα κλαδιά, ξεπρόβαλαν ζώα και πουλιά και κάθισαν γύρω από τον κοιμισμένο νέο. Όσα είχαν γούνα πήγαν κοντά του να τον ζεστάνουν. Τον ήξεραν καλά το Νεκουμόντα. Του είχαν εμπιστοσύνη γιατί δε σκότωνε ποτέ ζώο χωρίς λόγο. Κυνηγούσε μόνο όταν είχε ανάγκη από τροφή. Αγαπούσε τόσο πολύ τα δέντρα και τα φυτά που όταν περπατούσε στο δάσος πρόσεχε πού πατούσε για να μην τα καταστρέψει. Δεν έκοβε ποτέ τα μικρά αγριολούλουδα για να μη συντομεύσει την ήδη λιγοήμερη ζωή τους. Τώρα, καθώς κοίταζαν το θλιμμένο του πρόσωπο, παρακαλούσαν το Μανιτού, το Μεγάλο Πνεύμα, να τον βοηθήσει να σώσει την αγαπημένη του Σάνιουις.
Ο Μανιτού άκουσε τις προσευχές τους και του έστειλε ένα όνειρο. Ο Νεκουμόντα είδε στο όνειρό του τη Σάνιουις, ζωηρή και γελαστή, να τραγουδά ένα τραγούδι που η μελωδία του έμοιαζε με τον ήχο των νερών που πέφτουν από ψηλά. Έπειτα είδε τα νερά και τα άκουσε να του μουρμουρίζουν:
«Ψάξε να μας βρεις, Νεκουμόντα,
Αν μας βρεις, η Σάνιουις θα θεραπευτεί!
Είμαστε τα Νερά που γιατρεύουν,
Είμαστε τα Ιαματικά Νερά,
Το δώρο του Μεγάλου Μανιτού!».
Ο Νεκουμόντα μισάνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε με τόσο αργές κινήσεις που δεν πρόλαβε να δει τα ζώα και τα πουλιά να τρέχουν πίσω στις κρυψώνες τους. Κοίταξε γύρω του αλλά δεν είδε πουθενά νερά. Άκουγε όμως ένα σιγανό μουρμούρισμα σαν κάποιος να του έλεγε:
«Ελευθέρωσέ μας, Νεκουμόντα»
Το μουρμούρισμα έμοιαζε να έρχεται κάτω από τη γη. Ο Νεκουμόντα πήρε το σκαλιστήρι του και άρχισε να σκάβει εκεί όπου είχε ξαπλώσει. Έσκαβε με κόπο γιατί ήταν ήδη εξαντλημένος, αλλά όσο έσκαβε τόσο πιο δυνατά άκουγε το μουρμούρισμα και τόσο πιο πολύ θάρρος έπαιρνε. Πέρασαν μερικές ώρες χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα πια δε σκεπτόταν τίποτε γιατί το μυαλό του είχε μουδιάσει και τα χέρια του έσκαβαν μηχανικά, χωρίς να τα αισθάνεται. Ώσπου ένα από τα χτυπήματά του άνοιξε μια κρυμμένη πηγή και το νερό ανάβλυσε άφθονο και κύλησε στην πλαγιά κελαρύζοντας χαρούμενα. Απ΄όπου περνούσε, το χιόνι έλιωνε και το χορτάρι πρασίνιζε και στολιζόταν με πολύχρωμα ανθάκια.
Ο Νεκουμόντα πλύθηκε στα θεραπευτικά νερά και αμέσως ξαναβρήκε τις δυνάμεις του. Χαρούμενος και γεμάτος ελπίδα, γέμισε το παγούρι του κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο χωριό του. Βρήκε τη Σάνιουις κατάχλωμη, να αναπνέει με δυσκολία. Έσταξε λίγες σταγόνες από το θαυματουργό νερό στα χείλια της κι εκείνη έπεσε σ’ έναν ήρεμο ύπνο. Ο Νεκουμόντα κατάλαβε πως είχε αρχίσει να θεραπεύεται. Πήρε το παγούρι του κι άρχισε να γυρίζει σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, δίνοντας στους αρρώστους να πιούν από το ιαματικό νερό. Έπειτα έστειλε μερικούς νέους άντρες να φέρουν κι άλλο νερό από την πηγή. Με τη βοήθεια του νερού οι άρρωστοι γιατρεύτηκαν και η επικίνδυνη επιδημία πέρασε.
Γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι Ινδιάνοι ευχαρίστησαν το Μανιτού για το πολύτιμο δώρο του και τίμησαν το Νεκουμόντα ονομάζοντάς τον «Αρχηγό των Νερών που γιατρεύουν».
Ο Νεκουμόντα και η Σάνιουις έζησαν πολλά χρόνια αγαπημένοι.








πηγη: http://www.synthesi.com.gr/FairyTalesDetails.asp?id=30&uUrl=13/12/201147581,73



 


ΤΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙ (Λαϊκό παραμύθι από την Ιαπωνία)






Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας. Μόλις φυσούσε λίγο ο αέρας το ασημένιο κουδουνάκι χτυπούσε χαρούμενα. Ο γέροντας περνούσε ώρες και ώρες στη βεράντα του. Χάζευε τη θάλασσα,άκουγε το κουδουνάκι και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένας φαρμακοποιός. Ήταν πολύ δυστυχισμένος γιατί οι δουλείες του δεν πήγαιναν καλά κι ήταν τόσο λυπημένος που δεν ήξερε τι να κάνει.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο γέροντα και να ζητήσει τη συμβουλή του. Όταν έφτασε σπίτι του τον είδε να κάθεται ευτυχισμένος δίπλα στη θάλασσα. Μόλις άκουσε το γλυκό ήχο του κουδουνιού κατάλαβε το γιατί.
Έτσι ζήτησε από τον γέροντα να του δανείσει για λίγο το κουδουνάκι. Γιατί όχι; -είπε εκείνος- Σε παρακαλώ όμως να μου το επιστρέψεις γιατί χωρίς αυτό είμαι δυστυχισμένος.
Ο φαρμακοποιός τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να του φέρει το κουδουνάκι την άλλη μέρα.
Όταν πήγε σπίτι του έβαλε το κουδουνάκι στο κήπο του κι ο ήχος του ήταν τόσο χαρούμενος που ο φαρμακοποιός χαλάρωσε, η ζωή του φάνηκε όμορφη και άρχισε μονομιάς να χορεύει....
Την επόμενη μέρα ο φαρμακοποιός δε φάνηκε από το σπίτι του γέροντα και εκείνος είχε κιόλας χάσει το κέφι του χωρίς το κουδουνάκι του.... Κάθε λίγο και λιγάκι έβγαινε στο δρόμο και κοιτούσε μήπως ερχόταν κανείς αλλά που.
Έτσι όταν πήγε πια μεσημέρι ο γέροντας φώναξε ένα μαθητή του, τον Τσιάο και του είπε:
Πήγαινε μέχρι το σπίτι του φαρμακοποιού σε παρακαλώ.Χτες του δάνεισα το ασημένιο κουδουνάκι μου μα ξέχασε να μου το επιστρέψει. Πες του πως τον περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία!
Ο Τσιάο έτρεξε στο σπίτι του φαρμακοποιού αλλά μόλις μπήκε στο κήπο άκουσε τη γλυκιά μελωδία από το κουδουνάκι. Είδε το φαρμακοποιό να χορεύει και αισθάνθηκε τόσο χαρούμενος που άρχισε κι αυτός να χορεύει! Εν τω μεταξύ είχαν περάσει κιόλας τόσες ώρες και στο σπίτι του γέροντα δεν είχε φανεί ούτε ο φαρμακοποιός ούτε ο Τσιάο.
Τρέχα στο σπίτι του φαρμακοποιού και πες του να μου φέρει αμέσως το ασημένιο μου κουδουνάκι. Κι αν συναντήσεις στο δρόμο τον Τσιάο πες του πως πρέπει να ντρέπεται που δεν ακούει το δάσκαλο του.
Ο γέρο σοφός θυμωμένος φώναξε ένα άλλο μαθητή του, τον Κοτάρο και του είπε:
Ο Κοτάρο πήγε στο σπίτι του φαρμακοποιού όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν έφτασε εκεί είδε έκπληκτος τον Τσιάο και το φαρμακοποιό να χορεύουν χαρούμενοι στον κήπο. Και πριν καλά καλά το καταλάβει αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος που άρχισε να χορεύει κι εκείνος.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο γέροντας ακόμα περίμενε το ασημένιο κουδουνάκι του.
Τον έπιασε μια βαθιά μελαγχολία χωρίς τον ήχο του αγαπημένου του κουδουνιού. Τελικά δεν άντεξε άλλο και πήγε ο ίδιος να δει τι συνέβαινε.
Σαν έφτασε επιτέλους στο σπίτι άκουσε τον ήχο του ασημένιου κουδουνιού και είδε στον κήπο,ανάμεσα στα λουλούδια, τον φαρμακοποιό και τους δυό του μαθητές να χορεύουν χαρούμενα.
Ο γέροντας απόρησε και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα έτσι. Η λύπη του εξαφανίστηκε και ένιωσε την επιθυμία να χορέψει. Πιάστηκε χέρι-χέρι με το φαρμακοποιό,τον Τσιάο και τον Κοτάρο και ευτυχισμένοι συνέχισαν να χορεύουν όλοι μαζί.
Κι όποιος περνούσε απ το σπίτι του φαρμακοποιού το έριχνε κι αυτός στο χορό.Κι αν τύχει και περάσεις ποτέ από κει θα τους δεις ακόμα, όλους μαζί να χορεύουν. Μα δεν ξέρω αν θα γυρίσεις πίσω γιατί μπορεί κι εσύ να μείνεις εκεί και να χορέψεις μαζί τους.



Η νεράιδα & το μαντήλι της






Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».

Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.

Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.






Το Θαύμα της Αγάπης






Τα παιδιά του χωριού τον φώναζαν Κυρ-Κατσούφη

Όμως το όνομά του ήταν Τούμη. Κύριος Τζόναθαν Τούμη. Αν και δεν ήταν ευγενικό να βγάζεις παρατσούκλια στον κόσμο, αυτό του ταίριαζε πολύ. Γιατί ο Τζόναθαν Τούμη σπάνια χαμογελούσε. Δε γελούσε σχεδόν ποτέ. Περπατούσε μουρμουρίζοντας γκρινιάρικα, μίλαγε πάντα κατσούφικα, παραπονιόταν για τις καμπάνες που χτυπούσαν, παραπονιόταν για τα πουλιά που κελαηδούσαν, παραπονιόταν για τα παιδιά που έκαναν θόρυβο παίζοντας. Για όλα παραπονιόταν….

Ο κύριος Τούμη ήταν ξυλογλύπτης. Μερικοί έλεγαν ότι ήταν ο καλύτερος σε όλη την κοιλάδα. Περνούσε τις μέρες του καθισμένος σ’ έναν πάγκο σκαλίζοντας όμορφα αντικείμενα από ξύλο πεύκου, καρυδιάς και καστανιάς.

Ο Τζόναθαν Τούμη δεν ήταν γέρος. Όμως έτσι φαινόταν, αφού περπατούσε πάντα σκυφτός με το κεφάλι κάτω.

Οι άνθρωποι του χωριού δεν το γνώριζαν, αλλά υπήρχε λόγος που ήταν κατσούφης και γκρινιάρης. Υπήρχε λόγος που περπατούσε σκυθρωπός, σαν να κουβαλούσε ένα μεγάλο βάρος στους ώμους του. Μερικά χρόνια πριν, όταν ο Τζόναθαν ήταν νέος, γεμάτος ζωή και γεμάτος αγάπη, η γυναίκα του και το μωρό τους αρρώστησαν βαριά. Και επειδή εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν φάρμακα και ικανοί γιατροί πέθαναν και οι δυο με διαφορά τριών ημερών ο ένας απ’ τον άλλον. Έτσι ο Τζόναθαν πήρε τα υπάρχοντά του και εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικροσκοπικό σπίτι στην άκρη του χωριού για ν’ ασχοληθεί με την ξυλογλυπτική.

Μια μέρα, στις αρχές του Δεκέμβρη, κάποιος χτύπησε την πόρτα του Τζόναθαν. Μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας, πήγε ν’ ανοίξει. Έξω στεκόταν μια γυναίκα και ένα νεαρό αγόρι. Ήταν η χήρα Μακντάουελ, η οποία ήταν καινούρια στο χωριό με το γιο της τον Τόμας. Του ζήτησε να της κάνει μια δουλειά. Να τις σκαλίσει χριστουγεννιάτικες φιγούρες για τα Χριστούγεννα. Είχε χάσει τις παλιές, με τη μετακόμιση, και ο μικρός Τόμας τις ήθελε για να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δυο πρόβατα, έναν άγγελο, την Παναγία, τον Ιωσήφ, το μικρό Χριστό και τους σοφούς Μάγους.

«Θα δεχτείτε τη δουλειά;» ρώτησε η κυρία Μακντάουελ.

«Δέχομαι» είπε ο Τζόναθαν και με αγένεια έκλεισε την πόρτα.

Την ερχόμενη βδομάδα τον επισκέφτηκε πάλι η κυρία Μακντάουελ και τον παρακάλεσε να παρακολουθήσει ο μικρός Τόμας την ξυλογλυπτική, γιατί , όταν θα μεγάλωνε, ήθελε να γίνει κι αυτός ξυλογλύπτης. Τον διαβεβαίωσε πως θα είναι πολύ ήσυχος.

Ο Τζόναθαν στενάζοντας δέχτηκε λέγοντας στον μικρό πως ούτε θα κουνιέται, ούτε θα μιλάει ούτε θα κάνει θορύβους.

Η κυρία Μακντάουελ, αφού έδωσε στον Τζόναθαν ένα καρβέλι ζεστό ψωμί, έβγαλε το πλεκτό της και κάθισε σε μια κουνιστή καρέκλα σε μια απόμερη γωνιά της καλύβας.

«Όχι εκεί!!! Φώναξε ο Τζόναθαν. «Κανείς δεν κάθεται σ’ αυτήν την καρέκλα»







Η κυρία Μακντάουελ τρομαγμένη κάθισε σε μια άλλη καρέκλα δίπλα στο τζάκι, ενώ ο Τόμας προσπαθούσε να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο για να μην ενοχλήσει τον παράξενο ξυλογλύπτη .

Κάποια στιγμή ο Τόμας είπε στον Τζόναθαν πως τα πρόβατα είναι πανέμορφα, αλλά έπρεπε να δείχνουν πιο χαρούμενα, γιατί ήξεραν πως είναι με το μικρό Χριστό, η αγελάδα έπρεπε να δείχνει πιο περήφανη γιατί ο Χριστός είχα διαλέξει το στάβλο της για να γεννηθεί, ο άγγελος πρέπει να δείχνει σαν ένας από τους πιο σπουδαίους αγγέλους, γιατί είχε σταλεί για το μικρό Χριστό, οι μάγοι πρέπει να φορούν τα πιο όμορφα ρούχα και ο Ιωσήφ και η Μαρία να είναι σκυφτοί πάνω από το μικρό Χριστό σαν να τον προστάτευαν.

Εκείνο το βράδυ ο Τζόναθαν δούλεψε τις φιγούρες με μεγάλη προσοχή μέχρι που τα βλέφαρά του βάρυναν κι έκλεισαν.

Λίγες μέρες αργότερα η κυρία Μακντάουελ και ο μικρός Τόμας επισκέφτηκαν την καλύβα του Τζόναθαν και παρακολούθησαν τη δημιουργία της πιο ξεχωριστής φιγούρας: του μικρού Χριστού.

Ο Τόμας είχε και εδώ μια παρατήρηση. Ο μικρός Χριστός έπρεπε να χαμογελά και να απλώνει τα χέρια του προς την μητέρα του την Παναγία που φαινόταν ότι τον αγαπάει πάρα πολύ.

Ο Τζόναθαν ευχαρίστησε τον Τόμας και του είπε πως την επόμενη μέρα, που ήταν Χριστούγεννα, θα ήταν έτοιμες οι φιγούρες του.





Η κυρία Μακντάουελ πρόσφερε στον Τζόναθαν ένα ζεστό και χαρούμενο κασκόλ πλεγμένο στο χέρι. Ο Τζόναθαν χαμογέλασε αμυδρά, τύλιξε το κασκόλ στο λαιμό του και τους αποχαιρέτισε.

Εκείνο το βράδυ ο Τζόναθαν αντί να φάει το βραδινό του ξεκίνησε να σχεδιάσει τις τελευταίες φιγούρες. Ζωγράφισε την Παναγία μετά τσαλάκωσε το σκίτσο και το πέταξε στο πάτωμα, ζωγράφισε το βρέφος τσαλάκωσε το σκίτσο και το πέταξε δίπλα στο πρώτο. Σχεδίασε ξανά. Και πάλι τσαλάκωσε το χαρτί. Σύντομα σχηματίστηκε ένα μικρό βουνό από τσαλακωμένα χαρτιά στα πόδια του. Όταν τα μεσάνυχτα άκουσε τις καμπάνες της εκκλησίας να σημαίνουν την έναρξη της Χριστουγεννιάτικης λειτουργίας, σηκώθηκε άνοιξε το συρτάρι κάτω από το ντουλάπι, που είχε χρόνια να το ανοίξει, έβγαλε ένα δαντελωτό μαντίλι, ένα ζευγάρι μικρές κάλτσες και μια θαυμάσια ξυλόγλυπτη κορνίζα από ξύλο καστανιάς που περιείχε το σκίτσο μιας γυναίκας καθισμένης σε μια κουνιστή πολυθρόνα να κρατάει ένα μωρό. Δυο δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά του.

Τα τοποθέτησε στον πάγκο του κι άρχισε να σκαλίζει σταθερά και σίγουρα. Σκάλιζε όλη νύχτα.

Την επόμενη μέρα, όταν η κυρία Μακντάουελ και ο Τόμας ήρθαν να πάρουν τις φιγούρες, αντίκρισαν μια υπέροχη εικόνα: χαρούμενα πρόβατα, μια αγελάδα περήφανη, έναν πολύ σπουδαίο άγγελο με μεγαλόπρεπα φτερά, τρεις μάγους με πλούσια και φινιρισμένα άμφια, έναν στοργικό Ιωσήφ, μια αφοσιωμένη Παναγία και έναν χαμογελαστό Χριστούλη που άπλωνε τα χέρια του ν’ αγγίξει το πρόσωπο της μητέρας του.

Εκείνη τη μέρα ο Τζόναθαν πήγε στη Χριστουγεννιάτικη λειτουργία με τη χήρα Μακντάουελ και τον μικρό Τόμας. Κι εκείνη τη μέρα στο προαύλιο της εκκλησίας τα παιδιά του χωριού είδαν τον Τζόναθαν να τινάζει το κεφάλι του ψηλά και να γελά. Έτσι πρόσεξαν και τα γαλάζια μάτια του, που είχαν το χρώμα του Αυγουστιάτικου ουρανού.

Από τότε κανείς πια δεν τον ξαναφώναξε κυρ-Κατσούφη





Το ζεστό και γλυκό παραμύθι των ζεγλυκών






Σε μια μακρινή χώρα οι άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι.

Κάθε παραμονή Χριστουγέννων όλοι φτιάχνουν στα σπιτικά τους γλυκά. Όλη η πολιτεία μοσχοβολάει κανέλα, βανίλια και τριαντάφυλλο.

Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους, κάνουν βόλτα στις στολισμένες πλατείες, χαζεύουν τις πολύχρωμες βιτρίνες και χαμογελούν.

Κουβαλούν κρεμασμένο στη ζώνη τους ένα σακουλάκι με μικρές, απαλές φούσκες, που τις λένε ζεγλυκά, επειδή ζεσταίνουν και γλυκαίνουν τους ανθρώπους. Κάθε φορά, αυτή τη μέρα, χαρίζουν σε όποιον έχει ανάγκη ένα ζεγλυκό. Αυτός που το χρειάζεται, το ζητά. Ο άλλος βάζει το χέρι στο σακούλι και του το προσφέρει.

Τα ζεγλυκά είναι ανεξάντλητα.

Όμως αυτό δε συμφέρει την κακιά μάγισσα, που δεν μπορεί να πουλήσει ούτε τα φίλτρα της, ούτε τα χάπια της! Αποφασίζει να δημιουργήσει έλλειψη, αυτήν την παραμονή Χριστουγέννων, σφυρίζοντας στο αυτί ενός χωρικού ότι τα ζεγλυκά, πιθανόν, κάποια στιγμή να εκλείψουν.

Μάγισσα: «Αν η γυναίκα σου δίνει τα ζεγλυκά της στον καθένα, δε θα μείνει τίποτα για σένα».

Η ζήλια, η αμφιβολία, η υποψία κάνουν την εμφάνισή τους... Ο σύζυγος αρχίζει να προσέχει τη γυναίκα του, η οποία ελέγχει τα παιδιά της... Πολύ γρήγορα κολλάει όλο το χωριό. Οι άνθρωποι διστάζουν να ανταλλάξουν ζεγλυκά. Η έλλειψή τους τούς κάνει όλο και πιο θλιμμένους, όλο και πιο σκυθρωπούς, αρρωσταίνουν, μαραίνονται και πεθαίνουν.

Η μάγισσα δεν προλαβαίνει να πουλάει τα φίλτρα της, αλλά τίποτα δε γίνεται. Επειδή δε θέλει να χάσει όλη την πελατεία της, επινοεί ένα κόλπο. Προσφέρει στους χωρικούς σακουλάκια κρυο-δαγκωνιές. Είναι μικρές φούσκες, που μοιάζουν κάπως με τα ζεγλυκά, αλλά όταν τα παίρνει κανείς, αισθάνεται παγωνιά και πονάει. Οι άνθρωποι αρχίζουν να ανταλλάζουν κρυο-δαγκωνιές... Δεν πεθαίνουν πια, αλλά καταναλώνουν πολλά χάπια και φίλτρα της μάγισσας.



Αυτές τις γιορτινές μέρες οι άνθρωποι δε μιλούν πια, δε χαμογελούν και δε νιώθουν τη ζεστασιά που φέρνει η γέννηση του Χριστού.

Τότε εμφανίζεται η Ζουλί Ντουντού. Είναι μια όμορφη, εγκάρδια γυναίκα, που ξέρει να μιλά στα παιδιά και η οποία δεν έχει ακούσει ποτέ για την έλλειψη των ζεγλυκών. Δίνει ελεύθερα σε όλους ζεγλυκά, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα των χωρικών. Χαμογελά πολύ, τα παιδιά αισθάνονται όμορφα μαζί της κι εκείνη τα γεμίζει χάδια και φιλιά. Τα παιδιά τη λατρεύουν. Και αρχίζουν να ανταλλάζουν ζεγλυκά δωρεάν, εύκολα, για την ευχαρίστησή τους. Βλέποντας αυτό οι ενήλικες, γεμάτοι δυσπιστία, αρχίζουν να φτιάχνουν κανόνες για να ρυθμίσουν τις συναλλαγές των ζεγλυκών...

1ος Ενήλικας: Κανόνας 1ος: όταν θα σας ζητούν ζεγλυκό θα ρωτάτε τους γονείς σας.

2ος Ενήλικας: Κανόνας 2ος: αν σας το επιτρέψουν οι γονείς σας και εφόσον έχετε πολλά, θα δίνετε ζεγλυκά.

3ος Ενήλικας: Κανόνας 3ος : όταν παίρνετε ένα ζεγλυκό θα δίνετε μια κρυο-δαγκωνιά. Έτσι θα αποκτήσετε πολλά ζεγλυκά και δε θα σας λείψουν ποτέ.

Τα παιδιά φοβήθηκαν και άρχισαν να εφαρμόζουν του κανόνες των γονιών τους.

Όμως κατάλαβαν πως έτσι δεν αισθάνονταν όμορφα, δεν ήταν χαρούμενα, έδιναν κρυο-δαγκωνιές σε αγαπημένους φίλους και φίλες τους και να μένουν το καθένα μόνο του χωρίς παρέα, χωρίς παιχνίδι.

Αποφασίζουν, λοιπόν, να δράσουν όλα μαζί.

Φωνάζουν τη Ζουλί Ντουντού και φτιάχνουν, με τη βοήθειά της, μια τεράστια τούρτα ζεγλυκιά, που όποιος την δοκίμαζε θα έδινε πάντα κάτι σ’ αυτόν που είχε ανάγκη.

Φυσικά πρώτη δοκίμασε η κακιά μάγισσα που αμέσως μεταμορφώθηκε σε μια καλή γυναίκα, που από εκείνη τη μέρα έφτιαχνε και έδινε σε όλους τους φτωχούς της πολιτείας πολλά ζεγλυκά. Αλλά και οι φτωχοί, όταν είχαν, της έδιναν κι αυτοί.

Σε λίγες μέρες όλοι έδιναν και έπαιρναν ζεγλυκά και ζούσαν πάλι ευτυχισμένοι.

Ιδιαίτερα τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς όλοι έδιναν πολλά ζεγλυκά δηλαδή: αγάπη, ζεστασιά, φροντίδα, καλοσύνη, σεβασμό, χαρά, παρηγοριά, συνεργασία, βοήθεια και συγχώρεση.

Έτσι κι εμείς σήμερα φτιάξαμε ζεγλυκά για εσάς και εσείς με τη σειρά σας να φτιάξετε πολλά ζεγλυκά για όλους τους ανθρώπους του κόσμου.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!



To ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι (ανέκδοτο παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά)





Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης που το λέγανε Τρωκτικούλη.

Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.



- Παππού - έλεγε στον παππού του - σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.



- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.



- Μα γιατί είναι τόσο ψηλά παππού;



- Είναι τόσο ψηλά για να μην τα αγγίζουνε τα ποντικάκια και λερώνεται η ασημόσκονή τους.



- Εγώ όμως παππού μια μέρα, να το δεις, θα αγγίξω ένα αστεράκι. Αλλά προτού το αγγίξω, θα πλύνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μην λερώσω την ασημόσκονη του.



Και τι δεν έκανε ο Τρωκτικούλης για να αγγίξει ένα αστεράκι. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με όλη του την δύναμη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Σκαρφάλωνε σε σκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε σε τηλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε σε κεραίες τηλεόρασης. Σκαρφάλωνε σε καμπαναριά. Τίποτα όμως. Όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να αγγίξει ένα αστεράκι.



- Ίσως είχε δίκιο ο παπούλης σκεφτόταν - Ίσως να μην αγγίξω ποτέ στην ζωή μου αστεράκι. Αλλά πάλι, το θέλω τόσο πολύ, που -ποιος ξέρει- ίσως κάποια μέρα να τα καταφέρω.



- Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες ώσπου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ βγήκε ο Τρωκτικούλης από την ποντικότρυπα του και τι να δει; Ένα στολισμένο έλατο στην μέση του σαλονιού και στην κορφή του ελάτου ένα ασημένιο αστεράκι.



Ο Τρωκτικούλης, έτριψε τα μάτια του σαστισμένος, έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά του, έκανε μπροστά, έκανε πίσω και έτρεξε στην ποντικοφωλιά του.



- Παππού! παππού! Έλα να δεις! ένα δέντρο φύτρωσε στη μέση του σαλονιού και στην κορυφή του έχει ένα αστεράκι.



- Είσαι σίγουρος εγγονάκι μου.



- Άμα σου λέω παππού! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεύγει! θα το αγγίξω.



Έτσι λοιπόν ο τρωκτικούλης έπλυνε τα χέρια του και για καλό και για κακό σαπούνισε τα ποδαράκια του και τα μουστάκια του και την ουρίτσα του και άρχισε να σκαρφαλώνει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.



Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε.



Εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ξύλινο στρατιωτάκι. Φορούσε φανταχτερή στολή και στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπαθί.



- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το στρατιωτάκι - Για πού το'βαλες;



- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι



- Αστεράκι; Τι νόημα έχει να αγγίξεις ένα αστεράκι; - είπε το στρατιωτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ καλύτερο.



- Δηλαδή;



- Να γίνεις και συ στρατιώτης - Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί στη βάση του δέντρου; Εκεί μέσα βρίσκονται άλλα δώδεκα στρατιωτάκια. Θα κάνουμε ένα στρατό και θα κατακτήσουμε όλο το σπίτι, θα κυριεύσουμε το μπάνιο. Θα λεηλατήσουμε την κουζίνα και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε κανέναν άλλο στρατό και να τον κατατροπώσουμε. Μετά θα κατακτήσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Θα είσαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι θα σε τρέμουνε.



- Δεν θέλω να είμαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι να με τρέμουνε.



- Τι θέλεις;



- Να αγγίξω ένα αστεράκι.



Έτσι ο Τρωκτικούλης συνέχισε να σκαρφαλώνει.



Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε -σκαρφάλωνε κι εκεί που σκαρφάλωνε, συνάντησε μια κουκλίτσα. Ήταν η πιο όμορφη κουκλίτσα που είχε δει ποτέ του. Είχε ολόξανθα μαλλιά και γαλάζια φουστίτσα.



- Γεια σου ποντικάκι - του είπε η κουκλίτσα - για πού τόβαλες;



- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.



- Και τι θα καταλάβεις να αγγίξεις ένα αστεράκι; είπε η κουκλίτσα - Ενώ αν αγγίξεις εμένα, αν με αγκαλιάσεις, αν με φιλήσεις, αν με αγαπήσεις - ποιος ξέρει - μπορεί να σε αγαπήσω κι εγώ. Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το ροζ περιτύλιγμα και την βυσσινιά κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται ένα πανέμορφο κουκλόσπιτο, με λουλουδένια ταπετσαρία στη κρεβατοκάμαρα και μικρούλικα σερβίτσια στην τραπεζαρία. Θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι και θα σου τηγανίζω κάθε μέρα τυροπιτάκια και την Κυριακή θα πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.



- Δεν θέλω να ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι ούτε να μου τηγανίζεις κάθε μέρα τυροπιτάκια ούτε την Κυριακή να πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.



- Τι θέλεις;



- Να αγγίξω ένα αστεράκι.



- Καλά. Κάνε του κεφαλιού σου να δούμε τι θα καταλάβεις, είπε η κουκλίτσα.



Έτσι το ποντικάκι συνέχισε να σκαρφαλώνει.



- Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε και εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ναυτάκι.



- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για πού το' βαλες;



- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.



- Αστεράκι; Ποιος ο λόγος να αγγίξεις ένα αστεράκι; Γιατί να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου με αστεράκια; -είπε το ναυτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ -πολύ - πολύ μα πάρα πολύ καλύτερο.



- Τι;



- Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το θαλασσί περιτύλιγμα και την μπλε κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται μια μπουκάλα που έχει μέσα ένα καραβάκι. Θα σπάσουμε την μπουκάλα, θα κλέψουμε το καραβάκι θα πάμε στο πιο κοντινό ρυάκι και θα σαλπάρουμε. Έχω εδώ στην τσέπη ένα χάρτη θησαυρών. Θα βγούμε στον ωκεανό και θα βρούμε τον θησαυρό. Εκατό ροζ ρουμπίνια μεγάλα σαν καρύδια και χίλια πράσινα σμαράγδια μεγάλα σαν αμύγδαλα. θα είσαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου, όλοι θα σου κάνουν υποκλίσεις και θα ζεις σε ένα τυριόροφο σπίτι.



- Δεν θέλω να είμαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου ούτε όλοι να μου κάνουν υποκλίσεις ούτε να ζω σε ένα τυριόροφο σπίτι, είπε το ποντικάκι.



- Τι θέλεις;



- Να αγγίξω ένα αστεράκι - Πως το λένε ρε παιδιά; - Θέλω να αγγίξω ένα αστεράκι. Ένα αστεράκι. Δεν θέλω ούτε να γίνω δοξασμένος στρατιώτης ποντικός, ούτε να μου τηγανίζουν τυροπιτάκια, ούτε, ούτε να μου κάνουν υποκλίσεις. Ένα αστεράκι θέλω ν' αγγίξω κι εγώ. Πως το λένε; Ένα αστεράκι.



- Καλά ντε μη φωνάζεις. Εσύ θα το μετανιώσεις... είπε το ναυτάκι



Έτσι το ποντικάκι συνέχισε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κορυφή του ελάτου.

Εκεί αντίκρισε το πιο όμορφο αστεράκι που είχε δει ποτέ του Φεγγοβολούσε και το έλουζε σε μια μαλαματένια λάμψη. Το ποντικάκι άπλωσε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλύνει οχτώ φορές και τ άγγιξε. Το αστεράκι λες και ανάσανε. Έγινε ακόμα πιο ασημένιο, πιο ζεστό, πιο λαμπερό. Λες και το αγκάλιασε η φεγγοβολιά του, λες και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινές αχτίνες του με την πιο γλυκιά θαλπωρή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το ποντικάκι αισθάνθηκε τόσο μα τόσο ευτυχισμένο. Τα μουστάκια του έτρεμαν. Τα ποδαράκια του έτρεμαν. Η ουρίτσα του έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρο από τη χαρά του. Έτρεμε τόσο πολύ που έχασε την ισορροπία του, έπεσε από το δέντρο και βρέθηκε ανάσκελα στο παχύ χαλί.



Μόλις σηκώθηκε έτρεξε αμέσως στην ποντικότρυπα για να πει τα νέα στον παππού του.



- Παππού... παππού... Το άγγιξα.



- Ποιο άγγιξες εγγονάκι μου;



- Το αστεράκι! Το άγγιξα το αστεράκι!



- Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωσε ο παππούς. Είσαι το πρώτο ποντικάκι στην οικογένειά μας που αγγίζει αστεράκι. -Θα χουμε να το λέμε...



Μετά το ποντικάκι βγήκε από την ποντικότρυπα και έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να δει πάλι το αστεράκι που είχε αγγίξει.



Αλλά στο μεταξύ είχε γίνει μια βλάβη του ηλεκτρικού και το αστεράκι είχε σβήσει.



- Φαίνεται ότι θα γύρισε πάλι ξανά στον ουρανό! σκέφτηκε το ποντικάκι.



Φόρεσε το παλτουδάκι του βγήκε στον κήπο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.



Χιλιάδες, μυριάδες αστέρια στραφτάλιζαν στο απέραντο στερέωμα...



Το ποντικάκι τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα του.



- Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτήθηκε.



Τώρα όμως που είχε αγγίξει ένα αστεράκι ένοιωθε μια μεγάλη αυτοπεποίθηση.



- Υπάρχουν χιλιάδες ακόμα αστεράκια για να αγγίξω - σκέφτηκε.

- Αλλά αφού τα κατάφερα μια φορά, σίγουρα θα τα ξανακαταφέρω... Θα τ' αγγίξω όλα...



Κι εκεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια ένα μικρό αστεράκι τρεμόσβηνε λες και του'κλεινε το μάτι, λες και το έλεγε.



- Ναι μικρό μου ποντικάκι... Κάποια μέρα θα τ'αγγίξεις όλα...


The Legend of the Edelweiss










Υπήρχε κάποτε στην πιο ψηλή βουνοκορφή ανάμεσα στα χιόνα και στα σύννεφα ένας πύργος που έμενε η βασίλισσα του χιονιού. Ήταν πολύ όμορφη , ντυμένη πάντα στα λευκά με ξανθά μαλλιά , σχεδόν διάφανη. Αλλά και η καρδια της ήταν σκληρή και ψυχρή σαν το πάγο.
Πολλοί κυνηγοί των Άλπεων είχαν ακούσει για τον πύργο και την βασίλισσα του χιονιού κι είχαν την περιέργεια να την γνωρίσουν,μερικοί από αυτούς σκαρφάλωναν στις απότομες επικίνδυνες και χιονισμένες βουνοκορφές για να φτάσουν κοντά στο πύργο. Μα δεν μπόρεσαν να δουν την βασίλισσα του χιονιού. Τα ξωτικά τους προλάβαιναν ,ορμούσαν και τους γκρέμιζαν στα παγωμένα βάραθρα. Αλλά και η όμορφη βασίλισσα δεν αισθανόταν κανένα οίκτο για αυτούς τους δυστυχισμένους. Ποτέ δεν είχε πονέσει η ψυχρή καρδία της.


Κάποτε ένας νέος όμορφος κυνηγός αποφάσισε να δοκιμάσει κι αυτός την τύχη του. Να ανέβει στην πιο ψηλή κορυφή των Άλπεων για να συναντήσει την βασίλισσας του χιονιού
-Μα τι πας να κανείς των συμβούλεψαν οι φίλοι του. Από όσους προσπάθησαν να φτάσουν τον πύργο δεν γύρισε κανείς ...
Μα ο νεαρός κυνηγός δεν άκουσε κανένα . Έτσι ξεκίνησε ένα πρωί και άρχισε να σκαρφαλώνει τις απότομες πλάγιες και που μετά από ώρες κατάφερε να φτάσει στην πιο ψηλή κορφή . Και τότε αντίκρισαν τα μάτια του ένα λαμπρό και κάτασπρο πύργο, ήταν ο πύργος της βασίλισσας του χιονιου! Επιτελους τον είχε βρει! Αλλά να που τον περίμενε μια ακομα ανελπιστη τύχη. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε μια πόρτα του πύργου και βγήκε μια πεντάμορφη γυναίκα. Ήταν τόσο όμορφη που του έκοψε την ανάσα ...ήταν η βασίλισσα του χιονιού
Ο νεαρός κυνηγός όταν συνήλθε κάπως από την ταραχή,  την συγκινήση και τον θαυμασμό του, αποφάσισε να προχωρήσει μερικά βήματα ακόμα και να της μιλήσει , αλλά δεν πρόλαβε ο δυστυχισμένος. Τα εξωτικά τον πήραν είδηση όρμησαν ξαφνικά όλα κατά παντού με άγριες κραυγές και πριν εκείνος μπορέσει να αμυνθεί τον έσπρωξαν και τον έριξαν κάτω από ένα βράχο ...
Ο άτυχος νέος χτύπησε άσχημα στο κεφάλι του και ξεψύχησε αμέσως ...
Η βασίλισσα του χιονιού, όταν απομακρύνθηκαν τα ξωτικά προχώρησε προς το μέρος του νεκρού νέου. Έφτασε κοντά του και στάθηκε να τον κοιτάξει. Για πρώτη φορά η καρδια της δοκίμαζε την θλίψη και τον οίκτο. Για πρώτη φορά ο πόνος, αυτό το άγνωστο συναίσθημα έλιωνε τον πάγο που είχε σκεπάσει την καρδιά της.
Πόσο λυπόταν αυτό το όμορφο παλικάρι που σκοτώθηκε για χάρη της και πόσο μισούσε τα ξωτικά!!!!!
Από τα μάτια της κύλησαν για πρώτη φορά δάκρυα και σκόρπισαν πάνω στα χιονιά και στους βράχους. Αυτά τα δάκρυα έγιναν μικρά λουλουδάκια, σαν αστεράκια με ασημένια και απαλά σαν βελούδο πεταλα. Ειναι τα εντελβάις.
Αυτό ήταν το πρώτο Edelweiss... το λουλούδι που αναπτύσσεται μονάχα στις υψηλότερες, πιο απόκρημνες και απόμερες κορυφές, στην άκρη της αβύσσου..
Από την ημέρα εκείνη χάθηκε η βασίλισσα του χιονιού, χάθηκαν και τα ξωτικά κι έγινε άφαντος ο λευκός πύργος τους .
Το μόνο που έμεινε είναι ο θρύλος του εντελβάις, του μικρού αυτού λουλουδιού που οι κάτοικοι των Άλπεων δυσκολεύονται πολύ να το βρουν γιατί λένε ότι φέρνει τύχη σε όποιον το κρατάει πάνω του ...


Snow Queen







Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παμπόνηρο στοιχειό, πιο πονηρό απ’ όλα τα ξωτικά.

Μια μέρα είχε μεγάλα κέφια, γιατί είχε φτιάξει έναν καθρέφτη που έκανε καθετί καλό που καθρεφτιζόταν μέσα του, να ζαρώνει και να χάνεται.

Στον καθρέφτη αυτόν τα πιο όμορφα τοπία, έμοιαζαν σαχλά κι απαίσια κι οι πιο όμορφοι άνθρωποι φαντάζονταν μισητοί.

Το στοιχειό πίστευε πως αυτό ήταν απίστευτα διασκεδαστικό και καυχιόταν για το σπουδαίο κατασκεύασμά του.

Μια μέρα τα υπόλοιπα ξωτικά πήραν το μαγικό καθρέφτη και τον ταξίδεψαν σε όλον τον κόσμο, σε κάθε άκρη της γης. Όσοι καθρεφτίζονταν μέσα του αλλοιώνονταν και γίνονταν ψυχροί και σκληροί.

Ύστερα τον πήραν ψηλά στον ουρανό και όσο πιο ψηλά τον ανέβαζαν, τόσο περισσότερο ράγιζε, ώσπου έγινε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Κι έτσι βέβαια προξένησε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία, γιατί όλα τα κομματάκια , που ήταν σαν μικρούς κόκκους άμμου, πήγαν και τρύπωσαν στις ψυχές των ανθρώπων κάνοντάς τες σκληρές σαν μια μάζα από πάγο.

Σε μια μικρή πόλη ζούσαν δυο φτωχά παιδιά ο Κέι και η Γκέρντα. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα τα παιδιά σκαρφάλωσαν στις καρέκλες δίπλα στο παράθυρο και έβλεπαν τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν απαλά.

Η πιο μεγάλη νιφάδα σκάλωσε στην άκρη μιας γλάστρας και ξαφνικά άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει ώσπου στο τέλος πήρε τη μορφή μιας γυναίκας ντυμένης με τα πιο αραχνοϋφαντα μεταξωτά, που πάνω τους γυάλιζαν μυριάδες γυαλιστερές πούλιες σαν αστέρια.

Έγνεψε στο αγόρι και έκανε να τον χαιρετίσει, αλλά ο Κέι τρόμαξε και πήδηξε από την καρέκλα για να κρυφτεί, όμως αμέσως μετά του φάνηκε πως είδε ένα μεγάλο πουλί να πετάει έξω από το παράθυρο.

Βγήκαν μεμιάς έξω στην αυλή, όταν ξαφνικά ο Κέι φώναξε: «Χριστέ μου! Τι πόνος ξαφνικός στην καρδιάμου! Οχ, κάτι μπήκε και στο μάτι μου!».

Η Γκέρντα στράφηκε και τον κοίταξε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Τίποτα δε φαινόταν. «Νομίζω πως έφυγε» είπε καθησυχάζοντάς τον.

Κι όμως δεν είχε φύγει. Ήταν ένα από εκείνα τα μικρά γυάλινα κομμάτια του μαγικού καθρέφτη. Στην καρδιά του καημένου του Κέι καρφώθηκε τέτοιο γυαλί που την έκανε ψυχρή σαν ένα κομμάτι πάγου.

Ο Κέι από τότε δεν αγαπούσε τίποτε και κανέναν. Στο δρόμο κορόιδευε τους περαστικούς, στο σπίτι τσαλάκωνε τις υπέροχες ζωγραφιές της αδελφής του και έκανε δυστυχισμένους τους γύρω του.

Μια χιονισμένη μέρα ο Κέι πήγε στην πλατεία να παίξει. Τα πιο ριψοκίνδυνα παιδιά διασκέδαζαν δένοντας τα έλκηθρά τους στις περαστικές άμαξες. Ενώ έπαιζαν, πέρασε από δίπλα τους ένα κατάλευκο έλκηθρο. Επάνω καθόταν μια μορφή τυλιγμένη σε μια παχιά λευκή γούνα και φορούσε ένα μεγάλο γούνινο λευκό καπέλο. Αφού το έλκηθρο έκανε δυο γύρους στην πλατεία παρέσυρε και πήρε τον Κέι μαζί της. Ο Κέι τρομοκρατήθηκε, ήθελε να πει το «Πάτερ ημών», αλλά το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν η προπαίδεια.

Μόλις είδε τη μορφή κατάλαβε ποια ήταν. Ήταν η Βασίλισσα του Χιονιού!

Τον φίλησε στο μέτωπο και τον τύλιξε πολύ καλά στο γούνινο πανωφόρι της.

Ο Κέι αμέσως ξέχασε την Γκέρντα και όλους τους δικούς του.

Πέταξαν πάνω από δάση και πάνω από λίμνες, πάνω από θάλασσες κι από στεριές.

Έτσι περνούσε ο Κέι τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες. Καθισμένος στα πόδια της Βασίλισσας του Χιονιού.

Τι έκανε όμως η Γκέρντα όταν έβλεπε πως ο Κέι δεν ξαναγύριζε στο σπίτι; Πού να ήταν άραγε; Αλίμονο χάθηκε για πάντα, σκεφτόταν κάθε μέρα.

Ένα πρωινό φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της, βγήκε έξω και αποφάσισε να πάει όπου χρειαστεί για να βρει τον αγαπημένο της αδερφό.

Πήγε στο ποτάμι και το ρώτησε αν ήξερε πού είναι ο Κέι, αλλά το ποτάμι το μόνο που έκανε ήταν να σηκώσει μεγάλα κύματα και να φέρει μια βάρκα. Η Γκέρντα μπήκε στη βάρκα και την παρέσυρε το ρεύμα σε τόπους μακρινούς. Ρώτησε τα πουλιά, τα λουλούδια, τα βουνά, αλλά κανένα δεν έδινε την απάντηση που περίμενε.

Κάποια στιγμή η Γκέρντα αναγκάστηκε να σταθεί να ξαποστάσει. Ξάφνου ένα θεόρατο κοράκι πήδηξε πάνω στο χιόνι μπροστά της, κρώζοντας:

«Κρα, κρα! Καλή σου μέρα»

Κάθισε κάμποση ώρα κοιτάζοντας το κορίτσι και ύστερα τη ρώτησε για πού το είχε βάλει ολομόναχη. Η Γκέρντα είπε στο κοράκι την ιστορία της και το κοράκι την καθησύχασε λέγοντάς της πως ξέρει πού είναι ο Κέι.

«Ο μικρός Κέι σε έχει λησμονήσει για χάρη της Βασίλισσας του Χιονιού. Η Βασίλισσα του Χιονιού ζει σ’ ένα παλάτι, μακριά στην πιο παγωμένη χώρα του κόσμου. Οι τοίχοι είναι καμωμένοι από τη χιονοθύελλα, οι πόρτες και τα παράθυρα από τον άνεμο που περονιάζει. Έχει εκατό αίθουσες και όλες τους είναι φωτισμένες από το βόρειο σέλας. Όλες μοιάζουν μεταξύ τους: ευρύχωρες, άδειες, παγωμένες και εκτυφλωτικά λευκές. Καταμεσής στο άδειο, ατέλειωτο χιόνι απλώνεται μια παγωμένη λίμνη. Εκεί θα πας να βρεις τον αδερφό σου», της είπε και πέταξε μακριά.

Η μικρή Γκέρντα άρχισε να δακρύζει και να σκέφτεται τον αγαπημένο της αδερφό. Σκέφτηκε πως εκεί θα κρύωνε και θα ήταν δυστυχισμένος.

Το μόνο που ζητούσε ήταν να γυρίσει στον απέραντο κόσμο και να ψάξει την παγωμένη χώρα.

Πέρασε πολλές περιπέτειες: ταξίδεψε με άμαξες, βρέθηκε με κλέφτες και κακούς, πέρασε δάση και βουνά, έφτασε στη Λαπωνία και τη Φιλανδία και όσο πλησίαζε, τόσο το κρύο δυνάμωνε. Ο ατμός της ανάσας της Γκρέντας γινόταν όλο και πιο πυκνός . Προσευχόταν και ένιωθε πως την είχαν περικυκλώσει χιλιάδες άγγελοι που την προστάτευαν. Οι άγγελοι άγγιζαν τα χέρια και τα πόδια της, κι εκείνη πια δεν ένιωθε σχεδόν καθόλου κρύο, ώσπου έφτασε στο παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού ατρόμητη και γενναία.

Η εικόνα που αντίκρισε ήταν αυτή ακριβώς που της είχε περιγράψει το κοράκι. Όλα κρύα, παγωμένα και μια λίμνη ραγισμένη σε χίλια ακριβώς κομμάτια, τόσο ίδια μεταξύ τους, σαν να τα χώρισε χέρι θεϊκό. Η Βασίλισσα του Χιονιού καθόταν πάντα στο κέντρο αυτής της λίμνης όταν βρισκόταν στην πατρίδα της.

Ο μικρός Κέι ήταν μελανός, σχεδόν μαύρος από το κρύο, αλλά δεν έδινε σημασία, γιατί η Βασίλισσα του Χιονιού μ’ ένα φιλί, τού είχε διώξει εκείνο το συναίσθημα της ανατριχίλας που ένιωθε κάποτε και η καρδιά του ήταν σαν ένα κομμάτι πάγος. Έπαιζε ανάμεσα στα παγωμένα κομμάτια ενώνοντάς τα μεταξύ τους με κάθε πιθανό τρόπο, όπως κάνουν οι άνθρωποι με τα κομμάτια των παζλ. Συχνά έγραφε ολόκληρες λέξεις, αλλά υπήρχε μια λέξη που δεν μπορούσε να σχηματίσει. Ήταν η λέξη «αιωνιότητα».

Η Βασίλισσα του Χιονιού τού είχε πει πως όταν μπορέσει να τη σχηματίσει σωστά, θα γινόταν αφέντης του εαυτού του και θα του δώσει όλον τον κόσμο καθώς και ένα καινούριο ζευγάρι παγοπέδιλα. Όμως εκείνος δεν κατάφερνε να τη σχηματίσει σωστά.

Η μικρή Γκέρντα πέρασε τις πύλες του παλατιού, επαναλαμβάνοντας τη βραδινή της προσευχή. Μπήκε στη θεόρατη αίθουσα. Είδε τον Κέι, τον αναγνώρισε, έτρεξε προς το μέρος του κι έπεσε πάνω του φωνάζοντας δυνατά το όνομά του.

Εκείνος στεκόταν απαθής όπως και πριν, ψυχρός, παγωμένος κι ακίνητος. Η σκληρότητά του πάγωσε βαθιά τη δύστυχη Γκέρντα. Τα ζεστά, πικρά δάκρυά της κύλησαν πάνω στον Κέι κι άγγιξαν την καρδιά του. Έλιωσαν τον πάγο και παρέσυραν μαζί του το μικρό κομματάκι του καθρέφτη που είχε καρφωθεί εκεί. Ο Κέι την κοίταζε και ξαφνικά ξέσπασε σε λυγμούς. Έκλαιγε ώσπου το γυάλινο κομματάκι γλίστρησε από το μάτι του και παρασύρθηκε από τα δάκρυά του. Αμέσως την αναγνώρισε και ξεφώνισε το όνομά της.

Αγκάλιασε σφιχτά την Γκέρντα, ενώ εκείνη έκλαιγε και γελούσε. Ακόμα και τα κομμάτια πάγου πήραν μέρος στη χαρά τους. Χόρευαν ολόγυρα ευτυχισμένα, κι όταν κουράστηκαν, έπεσαν στη γη σχηματίζοντας τη λέξη «αιωνιότητα».

Έτσι ο Κέι έγινε κυρίαρχος του εαυτού του.

Η Γκέρντα φίλησε τα μάγουλά του κι αμέσως έγιναν ολόδροσα και λαμπερά όπως παλιά. Φίλησε τα μάτια του κι έγιναν κι έλαμψαν σαν τα δικά της, φίλησε τα χέρια του και τα πόδια του κι έγινε ξανά γερός κι ευτυχισμένος.

Η Βασίλισσα του Χιονιού μπορούσε να δει πια την ελευθερία του Κέι γραμμένη καταμεσής στη λίμνη, με αστραφτερά γράμματα από πάγο.

Πιάστηκαν από το χέρι και, καθώς προχωρούσαν, οι αέρηδες καταλάγιαζαν κι ο ήλιος λαμπερός ξεμύτιζε ανάμεσα από τα σκοτεινά σύννεφα.

Πήραν δυο χαρούμενους τάρανδους που έφεραν πίσω τον Κέι και την Γκέρντα στο μικρό ζεστό σπιτάκι τους.

Ανέβηκαν μαζί τα σκαλιά και μπήκαν στο γνώριμο δωμάτιο. Το ρολόι χτυπούσε και οι δείκτες γύριζαν όπως παλιά. Μόνο μια διαφορά υπήρχε: μέσα τους ήταν διαφορετικοί γιατί είχαν πια ωριμάσει.

Οι τριανταφυλλιές στη στέγη άνθιζαν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και κάτω από αυτές βρίσκονταν τα σκαμνάκια των παιδιών.

Ο Κέι και η Γκέρντα κάθισαν πιασμένοι ακόμα από το χέρι. Ξέχασαν την παγωμένη και απατηλή λαμπρότητα της Βασίλισσας του Χιονιού. Τους φαινόταν πια σαν ένα μακρινό δυσάρεστο όνειρο. Η γιαγιά τους, που είχε γεράσει πια, καθόταν στη λιακάδα και διάβαζε τη Βίβλο που έλεγε πως μόνο όσοι γίνουν σαν τα παιδιά θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία των Ουρανών.

Ο Κέι και η Γκέρντα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και στη στιγμή κατάλαβαν τα λόγια του ύμνου:

ΑΝΘΙΖΟΥΝ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΜΑΚΡΙΑ

ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΑΓΝΗ ΚΑΡΔΙΑ

ΑΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΟΨΗ ΤΟΥ ΘΑ ΔΟΥΜΕ

ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ ΣΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΖΟΥΜΕ



Και τότε κάθισαν και οι δυο, μεγάλοι κι όμως πάντα παιδιά, παιδιά στην καρδιά, και γύρω τους χαμογελούσε ένα πανέμορφο και ζεστό καλοκαίρι.


ΤΕΛΟΣ





Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Tα Χριστούγεννα του Νικόλα


                                                                                      
       «Ήταν μια φορά ένας πατέρας που είχε πολλά παιδιά. Έφθασε η μέρα της γιορτής του και όπως κάθε χρόνο τα παιδιά του τον προσκάλεσαν σ΄ ένα από τα σπίτια τους για τον εορτάσουν. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στο σπίτι των παιδιών του που του ετοιμάζανε μια μεγάλη γιορτή γεμάτος ανυπομονησία. Όταν έφτασε χάρηκε πάρα πολύ, γιατί είδε ότι το σπίτι ήταν γιορτινό, είχαν βάλει τα καλά τραπεζομάντηλα, είχαν ετοιμάσει ένα μεγάλο γιορτινό τραπέζι, είχαν ανάψει κεριά, είχαν πάρει δώρα… και κάτσανε όλοι μαζί και αρχίσανε να τρώνε. Το φαγητό ήταν υπέροχο και πλούσιο, όμως… όσο περνούσε η ώρα, ο πατέρας συνειδητοποιούσε ότι τα παιδιά του δεν ασχολούνταν μαζί του, ήταν λες και είχαν ξεχάσει ότι αυτή ήταν η μέρα της γιορτής του και στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Έπειτα, κάθισαν στο σαλόνι άνοιξαν την τηλεόραση κουβέντιαζαν, αντάλλαξαν δώρα και ευχές, αλλά κανείς δεν του μιλούσε! Τόσο στενοχωρήθηκε που έφυγε πριν τελειώσει η γιορτή γιατί απλά κανένας δεν του έδινε σημασία. Ήταν λες και όλα τα παιδιά του είχαν μαζευτεί εκεί μόνο και μόνο για να απολαύσουν το γιορτινό τραπέζι και να πάρουν τα δώρα τους και όχι γιατί πραγματικά χαιρόντουσαν για την γιορτή του πατέρα τους.»
Αυτά διηγήθηκε ο κυρ-Γιάννης στο μικρό Νικόλα παραμονές Χριστουγέννων και του επεσήμανε:
- Κι όμως Νικόλα μου. Πρόσεξε μην κάνεις κι εσύ το ίδιο.
- Πως γίνεται να κάνω κάτι τέτοιο; Εμένα ο πατέρας μου δεν γιορτάζει αύριο…
…Η μέρα των Χριστουγέννων ήρθε και η μαμά του Νικόλα απ’ το πρωί μαγείρευε και το σπίτι μοσχοβολούσε από τις μυρωδιές. Όλοι σήμερα ήταν χαρούμενοι. Όπως και σε κάθε ελληνικό σπίτι. Αυτή την ώρα σε όλες τις γωνιές της χώρας, στρώνεται το γιορτινό τραπέζι και οι οικογένειες τρώνε όλοι μαζί. Έτσι γινόταν και εδώ. Μαζευτήκανε όλοι για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα…
Ο Νικόλας ήταν πολύ χαρούμενος γιατί σήμερα θα έρχονταν στο σπίτι οι θείοι του και τα ξαδέρφια του. Ανυπομονούσε. Ξύπνησε νωρίς – νωρίς το πρωί και τους περίμενε….
Έφθασαν λοιπόν και συγγενείς και αφού έφαγαν στο γιορτινό τραπέζι και ευχήθηκαν πέρασε το μεσημέρι των Χριστουγέννων. Τα παιδιά έπαιζαν, όπως το συνήθιζαν σε κάθε επίσκεψη. Οι μεγάλοι κουβέντιαζαν, έβλεπαν τηλεόραση, έτρωγαν, έπιναν και σχολίαζαν καμαρώνοντας τα παιδιά τους όπως κάνουν σε κάθε γιορτή. Αν το σπίτι δεν ήταν στολισμένο, κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι είναι Χριστούγεννα. Κανείς δεν φαινόταν να θυμάται τι γιορτάζουμε αυτή την άγια ημέρα. Κανείς δεν μιλούσε για τον μικρό Χριστό, τον Σωτήρα που γεννήθηκε στον κόσμο. Σε ένα φτωχικό στάβλο της μακρινής Βηθλεέμ ο Θεός γεννήθηκε σαν πτωχό παιδί για χάρη των ανθρώπων. Όμως κανείς δεν φαινόταν να το θυμάται μέχρι που η μέρα πέρασε και οι επισκέπτες ήρθε και έπρεπε να φύγουν.
Μετά την αναχώρηση των συγγενών εμφανίζεται ο κυρ-Γιάννης για να χαιρετίσει την οικογένεια. Το καλωσορίζουν οι γονείς του Νικόλα και ο ίδιος κάθεται πάλι στον καναπέ με τον κυρ-Γιάννη.
- Λοιπόν Νικόλα μου, κατάλαβες τη σημασία της ιστορίας που σου είπα χθες;
- Εννοείς την ιστορία με τον πατέρα και τα παιδιά του;
- Ναι αυτή εννοώ. Το μυστικό των Χριστουγέννων!
- Ναι την θυμάμαι αλλά δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το μυστικό;
- Θα σου πω. Ο Πατέρας αυτός Νικόλα μου δεν είναι κανένας άλλος από τον Θεό μας, τον Χριστό. Όπως είδες σήμερα γιόρταζε αλλά κανείς δεν Τον θυμήθηκε. Όλοι ξύπνησαν το πρωί, φάγανε, γλεντήσανε, χαρήκανε, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε ότι σήμερα γιορτάζουμε την γέννηση του Χριστού μας. Ένα μήνα ολόκληρο γιορτάζουνε και δεν τιμούνε το εορταζόμενο πρόσωπο. Μόνο ευχές για Χριστούγεννα αλλά χωρίς τον Χριστό. Και τώρα τελευταία ούτε καν ευχές για τα Χριστούγεννα. Ευχές για καλές γιορτές κάνουν. Χριστούγεννα χωρίς Χριστό γιορτάζουνε Νικόλα! Ούτε στην Εκκλησία δεν πάνε πια να λάβουν τα Τίμια Δώρα τέτοια μέρα!
- Εγώ το ξέχασα κυρ-Γιάννη, γιατί περίμενα τα ξαδέλφια μου.
- Ναι Νικόλα το ξέχασες, αλλά το μυστικό για να γιορτάσεις Χριστούγεννα ξεκινάει από την Εκκλησία και την Θεία Κοινωνία. Σήμερα αγόρι μου ο Θεός μας κατέβηκε στη γη και έγινε άνθρωπος για χάρη μας!


- Τι λες κυρ-Γιάννη; Πριν 2.000 χρόνια γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, το μάθαμε και στο σχολείο.
- Τα Χριστούγεννα Νικόλα, είναι η μέρα που γιορτάζουμε το γεγονός ότι ο Θεός μας, ο Χριστός, κατέβηκε στην γη για να ζήσει ανάμεσά μας σαν άνθρωπος, για να σταυρωθεί, να αναστηθεί και να μας δώσει την ευκαιρία να κερδίζουμε την αιώνια ζωή, τον παράδεισο. Αυτό γιορτάζουμε σήμερα Νικόλα, αλλά όπως βλέπεις δυστυχώς το έχουμε ξεχάσει. Δυστυχώς απλά συναντιόμαστε όλοι μαζί για να κάνουμε ρεβεγιόν μόνο. Το μυστικό όμως για να γιορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα ξέρεις ποιο είναι;
- Ποιο είναι κυρ-Γιάννη;
- Είναι να γεννηθεί ο Χριστός στις καρδιές μας, δηλαδή να αλλάξουμε τρόπο ζωής, να γίνουμε καλύτεροι χριστιανοί, και άνθρωποι, πραγματικοί Του φίλοι!
- Δηλαδή, έτσι όπως τα λες εσύ κυρ-Γιάννη, εγώ Τον ξέχασα σήμερα, γιατί εγώ δεν τα ‘ξερα όλα αυτά που μου είπες. Πάει φέρθηκα απαίσια. Πώς θα γίνω τώρα πραγματικός Του φίλος;
- Θα γίνεις Νικόλα μου, αν μάθεις να χαίρεσαι δίνοντας χαρά στους άλλους! Τι θα έλεγες να δώσεις μερικά από τα δώρα σου σε κάποια παιδάκια που δεν πήραν κανένα δώρο; Ή να προσφέρεις στα φτωχά παιδιά κάποια από τα χρήματα που σου έδωσαν; Ή αν επισκεφθείς κάποια άρρωστα παιδιά; Αυτό κάνει τον Χριστό αληθινό σου φίλο!
- Γιατί υπάρχουν τέτοια παιδιά; Δεν το γνώριζα! Εσύ κυρ-Γιάννη γνωρίζεις που βρίσκονται τέτοια παιδιά;
- Και βέβαια.
- Μπορείς να με πάρεις να πάμε σ’ αυτά τα παιδιά;
- Και βέβαια, αν μας επιτρέψουν και οι γονείς σου.
- Θα πω στην μαμά όλα αυτά που μου είπες και θα της πω να πηγαίνουμε στην εκκλησία και τα Χριστούγεννα και τις Κυριακές. Και έχω πολλά παιχνίδια και πράγματα που μπορούν να δώσουν χαρά σε πολλά παιδιά. Και λίγα χρήματα έχω. Μπορώ να δώσω και από αυτά. Και δεν θα θυμάμαι τον Χριστό μόνο τα Χριστούγεννα αλλά κάθε μέρα, γιατί θέλω να αγαπώ έναν Θεό που γεννήθηκε και σταυρώθηκε για μένα.


Τα λόγια αυτά του Νικόλα συγκλόνισαν τον Κυρ-Γιάννη. Δεν πίστευε ότι τα άκουγε από ένα μικρό παιδί. Αλλά απ’ την άλλη, η ψυχή των παιδιών είναι τόσο αγνή που καταλαβαίνει αμέσως την αλήθεια, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός μας και είναι πάντα πρόθυμη να την ακούει.
- Τι λέγατε; λέει ο πατέρας του Νικόλα.
- Μπαμπά μην ξαναπείς ποτέ ότι τα Χριστούγεννα είναι μόνο για τα παιδιά, ο Χριστός μπαμπά δε γεννήθηκε μόνο για τα παιδιά. Γεννήθηκε για όλους και για σένα που είσαι μεγάλος και για μένα. Και μας αγαπάει όλους. Και εμείς σήμερα Τον ξεχάσαμε μπαμπά, κανείς μας δεν τον θυμήθηκε. Κοίτα στολίσαμε δέντρο και ξεχάσαμε γιατί το στολίσαμε. Φάγαμε και ξεχάσαμε γιατί τρώμε. Δεν θα το ξανακάνουμε αυτό μπαμπά, ποτέ, τ’ ακούς; Ποτέ! Δεν κάναμε Χριστούγεννα σήμερα, αλλά από δω και πέρα θα κάνουμε κάθε μέρα, γιατί ο Χριστός μπορεί να γεννηθεί στην καρδιά ενός ανθρώπου οποιαδήποτε στιγμή.


Ο μπαμπάς του Νικόλα τον κοιτούσε σαστισμένος. Δεν καταλάβαινε αυτά που άκουγε. Τι είναι αυτό που λέει ο γιος μου, σκεφτότανε… Κι όμως ήρθε η στιγμή που η επιμονή του Νικόλα μετέδωσε στην οικογένειά του το μυστικό των Χριστουγέννων. Ο Νικόλας είχε κάνει τον Χριστό φίλο του και τον είχε καλέσει να κατοικήσει στο σπίτι τους. Έτσι σιγά-σιγά έμαθαν να ζουν όλοι μαζί μια ζωή κοντά στον Θεό, με εξομολόγηση, εκκλησιασμό, προσευχή και νηστεία, ελεημοσύνη και αληθινή αγάπη για τους ανθρώπους. Η φιλία του Χριστού έγινε για τον Νικόλα το πιο πολύτιμο δώρο της ζωής του. Τα χρόνια περνούσαν και θα μεγάλωνε, αλλά ποτέ δεν θα ξεχνούσε την παράξενη ιστορία του κυρ-Γιάννη, που άλλαξε τη ζωή της οικογένειάς του και έγινε αιτία για να μάθουν να γιορτάζουν αληθινά Χριστούγεννα!
Καλά Χριστούγεννα σημαίνει να κάνω φάτνη την καρδιά μου για να γεννηθεί ο Χριστός.