Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι, η Αννούλα.
Ήταν ψηλή, λεπτή με μάτια γαλανά και ολόχρυσες πυκνές μπούκλες.
Όμως αυτές οι μπούκλες δεν είχαν μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και μαγικές ιδιότητες…. κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος αυτές ταλαντεύονταν περίτεχνα και χόρευαν ξέφρενα, διασκεδάζοντας όποιον τύχαινε να δει το θέαμα αυτό και προκαλώντας όμως παράλληλα τα αρνητικά σχόλια των συμμαθητών της.

Η Αννούλα κάθε άλλο παρά χαιρόταν γιʼ αυτές τις άτακτες και ευτυχισμένες κατοίκους του κεφαλιού της.
Ευχόταν να είχε ίσια μαλλιά, όχι τόσο πυκνά και μαύρα, ώσπου αποφάσισε τελικά να τις ξεφορτωθεί μια για πάντα.

Ήθελε να κουρέψει τα μαλλιά της τόσο κοντά όσο ενός αγοριού!

Όμως κάτι περίεργο συνέβη την ημέρα που βρέθηκε στο κομμωτήριο… την ώρα που το ψαλίδι της κομμώτριας πλησίαζε απειλητικά τα κατάξανθα μαλλάκια της γλυκιάς Αννούλας, μια τρεμάμενη και σιγανή φωνούλα ακούστηκε από το πουθενά «Σε παρακαλώ μη μας κόψεις» κάνοντας την Άννα να ξαφνιαστεί.

Το κοριτσάκι κοιτούσε από ʽδω και από ʽκει αλλά δεν έβλεπε κανέναν!
Η φωνούλα ξανακούστηκε:

«Σε παρακαλούμε, εμείς είμαστε εδώ για να σε κάνουμε όμορφη αλλά και να σκορπίζουμε χαρά σε εσένα και τους γύρω σου γιʼ αυτό χορεύαμε κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, για να μας δώσεις σημασία!!
Αλλά εσύ τίποτα!!!

Σε παρακαλούμε μην μας κόψεις, θα γίνουμε οι καλύτερες φίλες!»

Η Άννα λοιπόν γύρισε στο σπίτι και αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που της συνέβη εκείνη την ημέρα…
Μια φορά που περπατούσε στο δρόμο και ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα, οι μπούκλες της άρχισαν να γελάνε δυνατά και να αλλάζουν χίλια χρώματα.

Η Άννα τότε τις ρώτησε:

«Γιατί το κάνετε αυτό? Οι συμμαθητές μου με κοροϊδεύουν! Ν τρέπομαι να πάω στο σχολείο… Δε θέλω να το ξανακάνετε.»
Όμως περνούσαν οι μέρες και οι μπούκλες δεν έλεγαν να βάλουν μυαλό. Μια μέρα λοιπόν που η Άννα καθόταν λυπημένη στο ζεστό της δωμάτιο, άρπαξε το ψαλίδι θέλοντας να βάλει τέλος στο μαρτύριό της, ώσπου ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά της ένα τόσο δα μικρούλι πλασματάκι… ήταν η νεραιδούλα Kiddy, προστάτιδα των μικρών παιδιών, με το μακρύ κουφετί φόρεμά της που άλλαζε χίλια χρώματα καθώς έπεφταν πάνω οι ζεστές, χρυσές ακτίνες του ήλιου!
Είχε λιγνά ποδαράκια που τα στόλιζαν κάτι μικροσκοπικά χρυσά σανδάλια, γεμάτα από πολύτιμα, μαγικά πετράδια, μεγάλα σμαραγδένια σπινθηροβόλα μάτια και μαλλάκια μακριά, λαμπερά, ίσια και μαύρα σαν αυτά που ονειρευόταν να έχει η Αννούλα.

Την ρώτησε γιατί ήταν λυπημένη και η Αννούλα της απάντησε: δεν αντέχω άλλο με αυτά τα μαλλιά..με κοροιδεύουν οι συμμαθητές μου και γελάνε!

Θα ήθελα να είχα σαν τα δικά σου που χτενίζονται εύκολα και είναι φρόνιμα.

«Ωραία λοιπόν»: είπε η νεραιδούλα, «μπορώ να κάνω ένα μαγικό με το μαγικό μου ραβδάκι και τα μαλλιά σου να γίνουν όπως τα δικά μου, αλλά πρόσεξε..ποτέ δεν θα μπορέσουν να γίνουν όπως πριν».

Και χωρίς δεύτερη σκέψη η Αννούλα συμφωνεί με τη νεράιδα και δίχως να το καταλάβει τα μαλλιά της έγιναν σαν της νεράιδας.

Έπειτα ακούστηκε ένας κρότος: «τσαφ» και η Κίντυ έγινε καπνός αφήνοντας πίσω της μια λάμψη.
Η Αννούλα ήταν πολύ χαρούμενη για το νέο της απόκτημα.
Την επόμενη μέρα πήγε στο σχολείο ελπίζοντας ότι δεν θα ξανάκουγε τα κοροιδευτικά σχόλια των συμμαθητών της.
Όμως κάτι περίεργο συνέβη!

Όλοι ήταν δυσαρεστημένοι και λυπημένοι κοιτάζοντας την..η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και γεμάτη λύπη.

Δεν ήταν η Αννούλα που ήξεραν.
Τότε άρχισαν να της τραβάνε τα μαλλιά νομίζοντας ότι είναι ψεύτικα,με την ελπίδα ότι κάτω από αυτά κρύβονταν οι μπούκλες που ήξεραν!

Όμως μάταια.. η Αννούλα πονούσε και τους φώναζε να σταματήσουν. Ξάφνου μια λάμψη θάμπωσε τα παιδιά στην αίθουσα και εμφανίστηκε η γλυκιά λιλιπούτεια νεράιδα .

Είπε στα παιδιά τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ που είχε συναντήσει τη μικρή Άννα.

Τα παιδιά ένιωσαν πολύ άσχημα που τόσο καιρό στεναχωρούσαν τόσο πολύ τη συμμαθήτρια τους και μετανιωμένα της ζήτησαν συγνώμη .

Η καλή νεράιδα τους είπε ότι πρέπει να δεχόμαστε τους άλλους ανθρώπους όπως είναι με όποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και αν έχουν..ακόμη και μπούκλες ατίθασες που χορεύουν και γελούν στο κάλεσμα του ανέμου!

Ακόμη τους είπε ότι κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και δεν θα πρέπει να εύχεται να είναι διαφορετικός και όλοι να ζουν αγαπημένοι παρά τη διαφορετικότητα τους.
Γιατί η αγάπη λύνει όλα τα προβλήματα και τις διαφορές.

Και ως δείγμα αγάπης η Κίντυ έδωσε πίσω στην Άννα τα ολόχρυσα σγουρά μαλλάκια της και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα..

Αν ποτέ συναντήσετε τη μικρή Άννα στο δρόμο χαιδέψτε απαλά τις μπούκλες της και φυσήξτε τες με αγάπη.. στο λεπτό θα αρχίσουν το μαγικό χορό τους..

Στη φίλη μας Άννα..





Το παραμύθι έγραψαν οι Κωνσταντίνα Κλάρου και Αλαΐα Κρίκα, Φοιτήτριες στο Πανεπιστήμιο Πατρών, τμήμα Νηπιαγωγών. Ευχαριστούμε