Όπως προχωρούσε, το σκοτάδι έπεσε για τα καλά, αλλά το φεγγάρι έφεγγε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων και τα ξέφωτα τα φώτιζε καλά.
Σαν βρέθηκε στο πρώτο σταύρωμα του μονοπατιού, της φάνηκε ότι είδε μια κίνηση με την άκρη του ματιού, εκεί στο πλάι, δίπλα στο ρυάκι.
Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί περισσότερο! Σε μια στιγμή τρεις ροδομάγουλες ξανθομαλλούσες ξωθιές με λουλούδια και κισσούς στα μαλλιά, πετάχτηκαν της έπιασαν τα χέρια και την παρέσυραν μαζί τους σε ένα χορό απόκοσμο, άηχο, τρελό, ανάλαφρο, λες και δεν πατούσαν τα πόδια της στο χώμα.

Έκανε να φωνάξει αλλά ο λαιμός της είχε κλείσει.
Όμως προσπάθησε και φώναξε "βοήθεια" με κάθε ίνα του μυαλού και της καρδιάς της, με κάθε σταγόνα του ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπο της, με κάθε καλό πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της.
Και πάνω που το πήρε απόφαση, ότι πια εκεί θα άφηνε το γέρικο κορμί της, ένα χέρι άρπαξε το δικό της και την απόσπασε από το τρελό στριφογύρισμα.
Ζαλισμένη ακόμα, είδε την μελαχρινή ξωθιά να στέκεται μπροστά της με τα κορακάτα της μαλλιά και τα σκοτεινά της μάτια.
Και σ' αυτά τα μάτια, δέθηκε απότομα και βυθίστηκε στα βάθη τους, και χάθηκε, και ταξίδεψε, και χάρηκε, και θυμήθηκε, και ονειρεύτηκε και ξανάζησε, και έλπισε, και ξανάνιωσε…
*
Με το πρώτο φως της μέρας άνοιξε τα μάτια της στην άκρη του μονοπατιού.
Η βραδινή της περιπέτεια, της είχε αφήσει την εντύπωση ότι κάποιος της είχε κάνει ένα ανέλπιστο δώρο.
Μα δεν θυμόταν τίποτα άλλο.
Συνέχισε στο μονοπάτι προς το σπίτι της Άσπρης Μάγισσας, που της είχε έτοιμο ένα σακουλάκι με βαλεριάνα και βασκανίστρα και χαμομήλι και πιπερόριζα και τουμερίνη.
Κι άλλα πολλά που είτε τα μάζευε μόνη της στο δάσος είτε της τα έφερναν οι άνθρωποι του σιναφιού της από μακρινά μέρη του κόσμου.
Το Μαρικιώ είπε ευχαριστώ, και κούνησε το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Με τον ήλιο να έχει ανέβει πάνω από το κεφάλι της γύρισε στο σπίτι, έφτιαξε φαΐ και ετοίμασε το κατάπλασμα για την πονεμένη μέση και αγκώνα του γέρου της.
Το βραδάκι λίγο πριν πέσει για ύπνο κάθισε για ένα λεπτό στο σκαμνί δίπλα στη στόφα όπως κάθε βράδυ και έκλεισε τα μάτια να θυμηθεί τα παλιά.
Τα παιδιά, τα νιάτα της, τη ζωή της, τα ζωντανά της, τις κακίες και τις λύπες, τα δύσκολα χρόνια, τον θάνατο που πλησίαζε πια και κάθε βράδυ έκανε νέες συμφωνίες μαζί του.
Μόνο που τούτη τη φορά σαν έκλεισε τα μάτια είδε μόνο αστέρια και ήλιους και κόσμους, και χάθηκε, και ταξίδεψε, και χάρηκε, και θυμήθηκε, και ονειρεύτηκε και ξανάζησε, και έλπισε, και ξανάνιωσε…
Ένα λεπτό αργότερα σαν τα άνοιξε ξανά, νόμισε ότι είχαν περάσει ώρες.
Θυμήθηκε με μιας την μελαχρινή ξωθιά και το δώρο της.
Χαμογέλασε, κοίταξε το γέρο της που κοιμόταν ανακουφισμένος από το φάρμακο, και της έστειλε μιαν ευχή μέσα από τον δροσερό, αραιό αέρα της νύχτας.
*
Ο αέρας ταξίδεψε την ευχή μέχρι το δάσος και συνάντησε την μελαχρινή ξωθιά στο ξέφωτο, δίπλα στις τρελές αδερφές της.
Ύστερα, απαλά-απαλά, φύσηξε την ευχή πάνω της και πήρε για άλλη μια φορά αυτή την μικρή θλίψη, που καθόταν ώρες ώρες στις γωνιές των ματιών της.




πηγή: testingdarkcat.blogspot.com