Τα βήματά του έπεφταν βαριά στα σκαλιά. Σαν μην ήθελε να κατηφορίσει αλλά μια δύναμη σαν μαγνήτης τον τραβούσε στον κάμπο.

Βαριανάσανε. Δεν θα ήταν εύκολη η νύχτα σήμερα. Το ήξερε. Του ήρθαν στο νού τα λόγια του Ορσιφάντη: « Θα σου σβήσω ότι αγαπάς περισσότερο». Θα σου σβήσω είπε και όχι θα σου κλέψω ή θα σου σκοτώσω. Η περιουσία δεν σβήνει, κλέβεται. Και σίγουρα δεν εννοούσε να σβήσει τη δική του τη ζωή. Τι άλλο τότε;

Όχι , όχι δεν είναι δυνατόν! Όχι εκείνη!

Γρήγορα να προλάβει! Επιτάχυνε το βήμα του. Λαχάνιασε. Σταμάτησε για λίγο να ξαποστάσει σʼένα βράχο. Είχε αφήσει πίσω του και τελευταία σπίτια του χωριού. Το ποτάμι να περάσει ήθελε και θα έμπαινε στο «κόσμο του κάμπου» Τον δικό του κόσμο.
Ξαφνικά, μια μελωδία λυπητερή αναδύθηκε πέρα από το ποτάμι..... Η φωνή της!

« Μη μου ζωγραφίζετε άλλους βοριάδες στο στήθος
Τον Ζέφυρο στείλτε τον γλυκό
Μήπως της φωτιάς σβήσει το μίσος

Αγγελέ μου, τη γλυκιά σου παλάμη έλα και δως μου
Δάκρυ πικρό νʼακουμπήσω
Τη νύχτα αυτή τη σκληρή έλα να ψάξεις το φως μου»

Η Αμαδρυάδα μου με καλεί! Η ικεσία της σαν να έβαλε φτερά στα πόδια του .
Έφτασε κιόλας μπροστά στο ποτάμι. Το ποτάμι δεν υπήρχε πια. Στέρεψε.
Πόσο θα δίψαγε η Αμαδρυάδα του , σκέφθηκε με πόνο.
Λάθος.

Η Αμαδρυάδα του, η νύμφη που ζούσε αιώνες μέσα στο κορμό της ελιάς, έστεκε μπροστά του γυμνή χωρίς το λαδί της φόρεμα. Άδεια αγκαλιά τα κλαδιά της.

Ορσιφάντηηηη!Ούρλιαξε.

Έκανε νʼαγγίξει το κορμί της που άλλοτε έσφυζε από ζωντάνια. Η στάχτη μπήκε κάτω από το δέρμα του. Έφτασε βαθιά μες τη ψυχή του.

Στάχτη την έκανε και αυτή.
Τότε άκουσε πάλι τον θρήνο της αγάπης του:



« Μη μου ζωγραφίζετε άλλους βοριάδες στο στήθος
Τον Ζέφυρο στείλτε τον γλυκό
Μήπως της φωτιάς σβήσει το μίσος

Άγγελε μου, τη γλυκιά σου παλάμη έλα και δως μου
Δάκρυ πικρό νʼακουμπήσω
Τη νύχτα αυτή τη σκληρή έλα να ψάξεις το φως μου»


Να μην την εγκαταλείψει του φώναζε! Άρχισε να σκάβει με μανία. Τα χέρια του μάτωσαν και πότισαν το χώμα. Όσο πιο βαθιά έσκαβε τόσο πιο δυνατά ακουγόταν το τραγούδι της.

Έφτασε ως τις πανάρχαιες ρίζες. Είναι ζωντανές! Αναφώνησε. Και τότε σταμάτησε και το τραγούδι. Δάκρυα κεχριμπαρένια κύλησαν από τα μάτια του, ενώθηκαν με το αίμα που έτρεχε από τα χέρια του και πότισαν και αυτά το χώμα.

Αποκαμωμένος ακούμπησε την πλάτη του στις ρίζες τις αγαπημένες.
Με την αγάπη του θα την έκανε πάλι να ανθίσει.