music

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Τα Νερά που γιατρεύουν (παραμύθι των Ινδιάνων Iroquois)



Ο χειμώνας είχε έρθει παγωμένος και θλιβερός στο χωριό των Ινδιάνων, σέρνοντας μαζί του μια βαριά, θανατηφόρα αρρώστια. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν και τα μεγάλα ξύλινα σπίτια, που πριν ήταν γεμάτα από φωνές και γέλια, τώρα ήταν άδεια και σιωπηλά.
Έτσι σιωπηλό ήταν και το σπίτι του Νεκουμόντα, του νεαρού αρχηγού. Η αρρώστια είχε ρίξει στο στρώμα την αγαπημένη του γυναίκα, τη γλυκιά Σάνιουις. Ο Νεκουμόντα έβλεπε απελπισμένος τη ζωντάνια να φεύγει από το αδυνατισμένο πρόσωπό της χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει. Την είχε ταϊσει με τις πιο δυναμωτικές τροφές, της είχε δώσει να πιεί όλα τα θεραπευτικά βοτάνια που ήξερε, είχε απολυμάνει την καλύβα καίγοντας αρωματικά ξύλα και φυτά. Όμως τίποτα από αυτά δεν είχε αποτέλεσμα. Ένα πρωί, καθώς καθόταν θλιμμένος στο προσκεφάλι της σκέφτηκε:
«Το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να πάω να ψάξω το ιερό φυτό που έχει σπείρει στην πλαγιά του βουνού ο Μανιτού, το Μεγάλο Πνεύμα. Αυτή την εποχή βέβαια το φυτό θα είναι κρυμμένο κάτω από το χιόνι που έχει σκεπάσει την πλαγιά, αλλά θα το ψάξω σκάβοντας στο χιόνι. Πρέπει να το κάνω! Είναι η τελευταία μου ελπίδα!».
Μην έχοντας κανέναν να αφήσει κοντά στην Σάνιουις για να την φροντίζει, την σκέπασε με ζεστές γούνες, της έβαλε δίπλα της φαγητό και τη φίλησε τρυφερά, λέγοντάς της:
- Θα φύγω για λίγο. Θα πάω να ψάξω το ιερό φυτό του Μανιτού που θα σε γιατρέψει. Κάνε κουράγιο και περίμενέ με.
Η Σάνιουις τον κοίταξε χαμογελώντας λυπημένα:
- Το ιερό φυτό φυτρώνει την άνοιξη, του είπε. Τώρα δεν θα το βρεις!
- Εγώ θα προσπαθήσω και θα τα καταφέρω, απάντησε ο Νεκουμόντα, τη φίλησε και βγήκε από την καλύβα.
Περπάτησε όλη την ημέρα, ανέβηκε την πλαγιά, μπήκε στο μεγάλο δάσος σκάβοντας και ψάχνοντας για το φυτό μέσα στο χιόνι, αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Ένας μικρός λαγός πέρασε πηδώντας δίπλα του και ο Νεκουμόντα του φώναξε:
- Μικρέ μου φίλε, μήπως ξέρεις που φυτρώνει το ιερό φυτό του Μανιτού;
Αλλά ο λαγός δεν του απάντησε, μόνο χάθηκε πίσω από τους θάμνους. Λυπήθηκε το Νεκουμόντα και δεν ήθελε να του πει πως το φυτό δεν είχε φυτρώσει ακόμα.
Ο νέος πέρασε από τη σπηλιά μιας αρκούδας και τη ρώτησε:
- Καλή μου αρκούδα μήπως ξέρεις να μου πεις πού θα βρω το φυτό του Μανιτού;
Η αρκούδα όμως δεν του απάντησε γιατί κοιμόταν.
Ο Νεκουμόντα μπήκε πιο βαθιά στο δάσος και βρήκε το ελάφι. «Ο γοργοπόδαρος φίλος μου θα ξέρει καλύτερα, σκέφτηκε, αφού μπορεί και ταξιδεύει μακριά».
- Καλό μου ελάφι, πες μου πού φυτρώνει το φυτό του Μανιτού; το ρώτησε.
Το ελάφι όμως ήξερε πως η παγωνιά του χειμώνα δεν άφηνε το μικρό φυτό να βγάλει τα φυλλαράκια του πάνω από τη γη, και, για να μη στενοχωρήσει το Νεκουμόντα, δεν είπε τίποτα.
Πέρασαν τρεις ολόκληρες μέρες. Ο νέος ινδιάνος γύριζε από δω κι από κει ρωτώντας όσα ζώα και πουλιά συναντούσε στο δρόμο του αλλά κανένα δεν του απαντούσε επειδή δεν άντεχαν να του πουν τη σκληρή αλήθεια. Το τρίτο βράδι ο Νεκουμόντα κάθισε για λίγο πάνω στο χιόνι, κάτω από ένα δέντρο. Ήταν πολύ κουρασμένος, έτρεμε από το κρύο και πεινούσε επειδή τα τρόφιμα που είχε πάρει μαζί του είχαν τελειώσει. Αμέσως τον πήρε ο ύπνος.
Το ελάφι, που όλες αυτές τις μέρες παρακολουθούσε τις προσπάθειές του, έβγαλε την κραυγή του δάσους, ειδοποιώντας τα υπόλοιπα ζώα. Τότε πίσω από τους θάμνους, μέσα από τις κουφάλες των δέντρων, πάνω στα κλαδιά, ξεπρόβαλαν ζώα και πουλιά και κάθισαν γύρω από τον κοιμισμένο νέο. Όσα είχαν γούνα πήγαν κοντά του να τον ζεστάνουν. Τον ήξεραν καλά το Νεκουμόντα. Του είχαν εμπιστοσύνη γιατί δε σκότωνε ποτέ ζώο χωρίς λόγο. Κυνηγούσε μόνο όταν είχε ανάγκη από τροφή. Αγαπούσε τόσο πολύ τα δέντρα και τα φυτά που όταν περπατούσε στο δάσος πρόσεχε πού πατούσε για να μην τα καταστρέψει. Δεν έκοβε ποτέ τα μικρά αγριολούλουδα για να μη συντομεύσει την ήδη λιγοήμερη ζωή τους. Τώρα, καθώς κοίταζαν το θλιμμένο του πρόσωπο, παρακαλούσαν το Μανιτού, το Μεγάλο Πνεύμα, να τον βοηθήσει να σώσει την αγαπημένη του Σάνιουις.
Ο Μανιτού άκουσε τις προσευχές τους και του έστειλε ένα όνειρο. Ο Νεκουμόντα είδε στο όνειρό του τη Σάνιουις, ζωηρή και γελαστή, να τραγουδά ένα τραγούδι που η μελωδία του έμοιαζε με τον ήχο των νερών που πέφτουν από ψηλά. Έπειτα είδε τα νερά και τα άκουσε να του μουρμουρίζουν:
«Ψάξε να μας βρεις, Νεκουμόντα,
Αν μας βρεις, η Σάνιουις θα θεραπευτεί!
Είμαστε τα Νερά που γιατρεύουν,
Είμαστε τα Ιαματικά Νερά,
Το δώρο του Μεγάλου Μανιτού!».
Ο Νεκουμόντα μισάνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε με τόσο αργές κινήσεις που δεν πρόλαβε να δει τα ζώα και τα πουλιά να τρέχουν πίσω στις κρυψώνες τους. Κοίταξε γύρω του αλλά δεν είδε πουθενά νερά. Άκουγε όμως ένα σιγανό μουρμούρισμα σαν κάποιος να του έλεγε:
«Ελευθέρωσέ μας, Νεκουμόντα»
Το μουρμούρισμα έμοιαζε να έρχεται κάτω από τη γη. Ο Νεκουμόντα πήρε το σκαλιστήρι του και άρχισε να σκάβει εκεί όπου είχε ξαπλώσει. Έσκαβε με κόπο γιατί ήταν ήδη εξαντλημένος, αλλά όσο έσκαβε τόσο πιο δυνατά άκουγε το μουρμούρισμα και τόσο πιο πολύ θάρρος έπαιρνε. Πέρασαν μερικές ώρες χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα πια δε σκεπτόταν τίποτε γιατί το μυαλό του είχε μουδιάσει και τα χέρια του έσκαβαν μηχανικά, χωρίς να τα αισθάνεται. Ώσπου ένα από τα χτυπήματά του άνοιξε μια κρυμμένη πηγή και το νερό ανάβλυσε άφθονο και κύλησε στην πλαγιά κελαρύζοντας χαρούμενα. Απ΄όπου περνούσε, το χιόνι έλιωνε και το χορτάρι πρασίνιζε και στολιζόταν με πολύχρωμα ανθάκια.
Ο Νεκουμόντα πλύθηκε στα θεραπευτικά νερά και αμέσως ξαναβρήκε τις δυνάμεις του. Χαρούμενος και γεμάτος ελπίδα, γέμισε το παγούρι του κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο χωριό του. Βρήκε τη Σάνιουις κατάχλωμη, να αναπνέει με δυσκολία. Έσταξε λίγες σταγόνες από το θαυματουργό νερό στα χείλια της κι εκείνη έπεσε σ’ έναν ήρεμο ύπνο. Ο Νεκουμόντα κατάλαβε πως είχε αρχίσει να θεραπεύεται. Πήρε το παγούρι του κι άρχισε να γυρίζει σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, δίνοντας στους αρρώστους να πιούν από το ιαματικό νερό. Έπειτα έστειλε μερικούς νέους άντρες να φέρουν κι άλλο νερό από την πηγή. Με τη βοήθεια του νερού οι άρρωστοι γιατρεύτηκαν και η επικίνδυνη επιδημία πέρασε.
Γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι Ινδιάνοι ευχαρίστησαν το Μανιτού για το πολύτιμο δώρο του και τίμησαν το Νεκουμόντα ονομάζοντάς τον «Αρχηγό των Νερών που γιατρεύουν».
Ο Νεκουμόντα και η Σάνιουις έζησαν πολλά χρόνια αγαπημένοι.








πηγη: http://www.synthesi.com.gr/FairyTalesDetails.asp?id=30&uUrl=13/12/201147581,73



 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου